Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Χαλδαία

См. также в других словарях:

  • Χαλδαία — Χαλδαίᾱ , Χαλδαία Chaldaean fem nom/voc/acc dual Χαλδαίᾱ , Χαλδαία Chaldaean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλδαίᾳ — Χαλδαίᾱͅ , Χαλδαία Chaldaean fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλδαία — η, ΝΜΑ [Χαλδαῑος] 1. (στην αρχαιότητα) χώρα στη νότια Βαβυλωνία, περιοχή που πλαισιώνει τον μυχό τού Περσικού Κόλπου ανάμεσα στην Αραβική Έρημο και στο Δέλτα τού Ευφράτη 2. η Βαβυλώνα …   Dictionary of Greek

  • Χαλδαία — η όνομα αρχαίας χώρας της Ασίας μεταξύ του Ευφράτη και του Τίγρητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χαλδαίας — Χαλδαίᾱς , Χαλδαία Chaldaean fem acc pl Χαλδαίᾱς , Χαλδαία Chaldaean fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλδαίαν — Χαλδαίᾱν , Χαλδαία Chaldaean fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλδαίος — α, ο / χαλδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και χαρδαίος Ν (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Χαλδαίος, Χαλδαία α) ο κάτοικος τής Χαλδαίας ή αυτός που κατάγεται από τη Χαλδαία β) Βαβυλώνιος νεοελλ. 1. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) Ιουδαίος, Εβραίος 2. μτφ.… …   Dictionary of Greek

  • Chaldea — For the asteroid, see 313 Chaldaea. For other uses, see Chaldean (disambiguation). Ancient Mesopotamia Euphrates · Tigris Sumer Eridu · …   Wikipedia

  • Chaldäa — (aus griechisch Χαλδαία, Chaldaia) ist der Name zweier Landschaften im Altertum. Es handelt sich um die Gebiete der Chaldäer, die in Urartu (heutige Region Armenien) und Babylonien (südliches Mesopotamien) beheimatet waren. In antiken Quellen… …   Deutsch Wikipedia

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • ταχυδακτυλουργία — Η τ. είναι γνωστή από την ελληνική αρχαιότητα με τα ονόματα θαυματοποιία, γοητεία κ.ά. Στην αρχαιότητα μάλιστα όλοι οι γνωστοί τότε λαοί τιμούσαν, ιδιαίτερα τους ταχυδακτυλουργούς, που εκμεταλλεύονταν την ευπιστία των απλοϊκών. Οι πρώτοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»