Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Φρῖξος

См. также в других словарях:

  • φριξός — standing on end masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρίξος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρίξος — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… …   Dictionary of Greek

  • φριξός — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Φρίξος — ο κύρ. όνομα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αριστεύς, Φρίξος — (Αθήνα 1879 – 1951).Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική κοντά στους ζωγράφους Βολανάκη, Λύτρα και Ροϊλό και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου και τη Φλωρεντία. Γύρισε στην Ελλάδα, όπου δίδαξε τεχνικά μαθήματα στα γυμνάσια της Πάτρας και …   Dictionary of Greek

  • Ηλιάδης, Φρίξος — (Μυτιλήνη 1928 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε θέατρο στη σχολή Γιαννούλη Σαραντίδη και μετά από μια σύντομη καριέρα ηθοποιού στράφηκε στη δημοσιογραφία και στον κινηματογράφο. Έγραψε το βιβλίο Ελληνικός κινηματογράφος, που θεωρείται κλασικό στο είδος… …   Dictionary of Greek

  • Φρίξω — Φρίξος masc nom/voc/acc dual Φρίξος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Фрикс — (Φρίξος, Phrixus) сын беотийского царя Афаманта. Когда, по настоянию мачехи его, Ино, Ф. угрожала смерть под жертвенным ножом, он с сестрой Геллой бежал на златорунном баране, которого послал ему Зевс. Гелла при переправе через море, которое по… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • φριξαῖς — φριξός standing on end fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φριξαί — φριξός standing on end fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»