-
1 Φρίξος
Φρίξος son of Athamas, fled to Kolchis to escape his stepmother Damodike (fr. 49) on a golden ram, whose fleece was fetched by the Argonauts for Pelias. “κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι Φρίξος ἐλθόντας πρὸς Αἰήτα θαλάμους δέρμα τε κριοῦ βαθύμαλλον ἄγειν” P. 4.1601δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν, ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν Φρίξου μάχαιραι P. 4.242
-
2 φριξός
II [full] φρῖξος, ὁ, Comic name for the genius or demon of shivering, AP9.617. -
3 φριξός
φριξός, emporstehend, -starrend, bes. vom Haare, Arist. physiogn. 5. 6.
-
4 φρίξος
φρίξος, ὁ, 1) Schauer, Schauder. – 2) ein kom. Dämon des Schauders, Ep. ad. 84, 8 (IX, 617).
-
5 φριξος
-
6 Φρίξος
Φρίξοςmasc nom sg -
7 φριξός
φριξόςstanding on end: masc nom sg -
8 φριξός
φριξός, emporstehend, -starrend, bes. vom Haare -
9 φρίξος
-
10 Φριξος
I.ὅ Фрикс1) сын Атаманта и Нефелы, бежавший с сестрой Геллой от притеснений мачехи в Колхиду, где он принес в жертву Зевсу златорунного барана; руно этого барана было там прибито к священному дубу и впосл. похищено аргонавтами Her. etc.2) посол Агесилая к фиванцам Plut.II.ὁ Фрикс ( божество или олицетворение ужаса) Anth. -
11 Φρίξω
-
12 Φρίξοι
Φρίξοςmasc nom /voc pl -
13 Φρίξοιο
Φρίξοςmasc gen sg (epic) -
14 Φρίξον
Φρίξοςmasc acc sg -
15 Φρίξου
Φρίξοςmasc gen sg -
16 φριξαί
φριξόςstanding on end: fem nom /voc pl -
17 φρίξω
φρί̱ξω, φρίσσωto be rough: aor subj act 1st sgφρί̱ξω, φρίσσωto be rough: fut ind act 1st sgφρί̱ξω, φρίσσωto be rough: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)φρίζωaor subj act 1st sgφρίζωfut ind act 1st sgφρίζωaor ind mid 2nd sg (homeric ionic)φρί̱ξω, φρῖξοςstanding on end: masc nom /voc /acc dualφρί̱ξω, φρῖξοςstanding on end: masc gen sg (doric aeolic)——————φρί̱ξῳ, φρῖξοςstanding on end: masc dat sg -
18 Φρίξωι
Φρίξῳ, Φρίξοςmasc dat sg -
19 φρίξε
-
20 φρῖξε
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φριξός — standing on end masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φρίξος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρίξος — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… … Dictionary of Greek
φριξός — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… … Dictionary of Greek
Φρίξος — ο κύρ. όνομα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αριστεύς, Φρίξος — (Αθήνα 1879 – 1951).Ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική κοντά στους ζωγράφους Βολανάκη, Λύτρα και Ροϊλό και συνέχισε τις σπουδές του στην Ακαδημία του Μονάχου και τη Φλωρεντία. Γύρισε στην Ελλάδα, όπου δίδαξε τεχνικά μαθήματα στα γυμνάσια της Πάτρας και … Dictionary of Greek
Ηλιάδης, Φρίξος — (Μυτιλήνη 1928 –). Σκηνοθέτης. Σπούδασε θέατρο στη σχολή Γιαννούλη Σαραντίδη και μετά από μια σύντομη καριέρα ηθοποιού στράφηκε στη δημοσιογραφία και στον κινηματογράφο. Έγραψε το βιβλίο Ελληνικός κινηματογράφος, που θεωρείται κλασικό στο είδος… … Dictionary of Greek
Φρίξω — Φρίξος masc nom/voc/acc dual Φρίξος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Фрикс — (Φρίξος, Phrixus) сын беотийского царя Афаманта. Когда, по настоянию мачехи его, Ино, Ф. угрожала смерть под жертвенным ножом, он с сестрой Геллой бежал на златорунном баране, которого послал ему Зевс. Гелла при переправе через море, которое по… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
φριξαῖς — φριξός standing on end fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φριξαί — φριξός standing on end fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)