-
1 Φράστωρ
Φράστωρ first Olympic victor in the javelin throw.1ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
-
2 φράστωρ
φράστωρguide: masc nom sg -
3 φράστωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φράστωρ
-
4 φράστορα
φράστωρguide: masc acc sg -
5 φράστορας
φράστωρguide: masc acc pl -
6 φράστορι
φράστωρguide: masc dat sg -
7 φράστορος
φράστωρguide: masc gen sg -
8 ἄκων
1 javelin, shaft.a lit.ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
“ οὐ πρέπει νῷν χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιντιμὰν δάσασθαι” P. 4.148 ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε μαρναμένα (sc. Κυράνα) P. 9.20χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.45
ἀπομνύω μὴ τέρμα προβαὶς ἄκονθ' ὥτε χαλκοπάρᾳον ὄρσαι θοὰν γλῶσσαν N. 7.71
ἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ, ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.69
b met. of poetry. cf. N. 7.71ἐμὲ δ' εὐθὺν ἀκόντων ἱέντα ῥόμβον O. 13.93
ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω P. 1.44
μάτηρ ἀκόντων fr. 6b. b. -
9 ἐλαύνω
ἐλαύνω, ἐλάω (ἐλαύνεις, -ει, ἐλᾷ; ἔλα impv.; ἐλαύνων, -όντεσσιν: impf. ἤλαυν(ε) aor. ἤλᾰσε, ἔλᾰσε(ν), ἤλασαν.)1 drivea abs. (sc. ἅρμα)βασιλεὺς δ, ἐπεὶ πετραέσσας ἐλαύνων ἵκετ' ἐκ Πυθῶνος ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο O. 6.48
περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν O. 6.76
λτ;γτ;άνθον ἤπειγεν καὶ ἐς Ἴστρον ἐλαύνων O. 8.47
ἔλα νῦν μοι πεδόθεν (sc. ἅρμα, ὦ Μοῖσα) I. 5.38 ]ἐλαύνεις ἀνἀμβροτ[ Pae. 3.16
b lead, drive c. acc.ἷκεν δὲ Μιδέαθεν στρατὸν ἐλαύνων O. 10.66
ὀρθὰς δαὔλακας ἐντανύσαις ἤλαυν (sc. βόας) P. 4.228 βόας ἀπριάτας ἔλασεν fr. 169. 8.c drive, plungeἐφορμαθεὶς δ' ἄῤ ἄκοντι θοῷ, ἤλασε Λυγκέος ἐν πλευραῖσι χαλκόν N. 10.70
d drive out, banish καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπΟἰνώνας ἔλασεν; N. 5.16e met.I bring ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών (contra Fraenkel on Agam. 701) N. 3.74ἐλαύνεις τι νεώτερον ἢ πάρος; Pae. 9.6
b driveἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
2 strikeἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
ἵνα κρεῶν νιν (= Νεοπτόλεμον)ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42
3 fragg. ]ήλασαν ἐννύχιον κρυφα[ Pae. 18.10
]ελαυν[ P. Oxy. 2442. fr. 20 < λαοὺς ἐλάσαντες> (supp. Arnim) Pae. 2.62 -
10 σκοπός
a mark, targetἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89
ἄκοντι Φράστωρ ἔλασε σκοπόν O. 10.71
παρὰ σκοπὸν οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.94
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱεὶς (Mingarelli: ἄντα σκοποῦ (τε) τυχεῖν codd.: σκοποῦ ἂν τετυχεῖν Σ̆γρ) N. 6.27 ἀκοντίζων σκοποἶ ἄγχιστα Μοισᾶν (Ahrens: σκοποῦ codd.) N. 9.55 οὐ πὰρ σκοπόν fr. 6a. g.b watcher οὐδ' ἔλαθε σκοπόν (Apollo) P. 3.27 c. gen.,Ὀλύμπου σκοποὶ O. 1.54
τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (Apollo) O. 6.59 ξυνᾶνα Μαγνήτων σκοπὸν (Akastos) N. 5.27Ζεὺς ὁ θεῶν σκοπὸς Pae. 6.94
См. также в других словарях:
φράστωρ — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστωρ — ορος, ὁ, Α φραστήρ*, οδηγός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ τωρ] … Dictionary of Greek
φράστορα — φράστωρ guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορας — φράστωρ guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορι — φράστωρ guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορος — φράστωρ guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)