Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Φοινικικῶν

См. также в других словарях:

  • Φοινικικῶν — Φοινῑκικῶν , Φοινικικός Phoenician fem gen pl Φοινῑκικῶν , Φοινικικός Phoenician masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικικῶν — φοινικικός Phoenician fem gen pl φοινικικός Phoenician masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • Πάταικοι — οἱ, Α αγάλματα θεών τών Φοινίκων τα οποία τοποθετούσαν, κατά τον Ηρόδοτο, στην πλώρη, ενώ κατά τον Ησύχιο και το λεξικό Σούδα, στην πρύμνη τών φοινικικών πλοίων …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • πεντηκόντορος — Κωπήλατο πλοίο των αρχαίων Ελλήνων, εξελιγμένος τύπος αιγυπτιακών και φοινικικών σκαφών. Το πλοίο αυτό δεν είχε κατάστρωμα και είχε, σε κάθε πλευρά, 25 κωπηλάτες. Ο Όμηρος αναφέρει πολεμικά πλοία με 50 κουπιά, δεν τα ονομάζει όμως πεντηκοντόρους …   Dictionary of Greek

  • άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… …   Dictionary of Greek

  • Θαρσείς ή Θάρσεις — Βιβλική πόλη και λιμάνι. Την αναφέρει ο Ιεζεκιήλ, ο Ιερεμίας, το Βασιλειών Γ’ της Παλαιάς Διαθήκης, ο Ησαΐας κ.ά. Από τις πηγές συνάγεται ότι η πόλη ήταν φημισμένη για την κατασκευή χρυσών και ασημένιων σκευών και αποτελούσε σπουδαίο κέντρο του… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Σαβράθα — (λατ. Sabratha). Αρχαία παραλιακή πόλη της Β. Αφρικής, μία από τις τρεις πόλεις που αποτελούσαν την Τρίπολη. Ιδρύθηκε από Φοίνικες άποικους, στη συνέχεια έγινε ρωμαϊκή αποικία και από τα χρόνια του Διοκλητιανού ανήκε στην επαρχία της Τρίπολης.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»