Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Φιλανδός

См. также в других словарях:

  • Φιλανδός — ο θηλ. ή και Φιλανδέζος, ο θηλ. α αυτός που ανήκει στη φιλανδική (φινική) εθνότητα, που κατοικεί στη Φιλανδία ή που κατάγεται από τη Φιλανδία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ααλτόνεν, Βάινε — (Wäinö Aaltonen, 1894 – 1966).Φιλανδός γλύπτης. Σπούδασε στη σχολή σχεδίου της Τουρκού, διαμόρφωσε όμως αυτόνομα την καλλιτεχνική του προσωπικότητα. Η πρώτη περίοδος της δραστηριότητάς του χαρακτηρίζεται από σειρά γυναικείων προτομών γεμάτων… …   Dictionary of Greek

  • Καουρισμάκι, Άκι — (Aki Kaurismaki, Οριμάτιλα 1957 –). Φιλανδός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νεότερου κινηματογράφου της πατρίδας του (μαζί με τον αδελφό του, Μίκα, με τον οποίο… …   Dictionary of Greek

  • Άαλτο, Άλβαρ — (Alvar Aalto, 1898 – 1976).Φιλανδός αρχιτέκτονας. Σχεδίασε από το 1927 πολλά δημόσια κτίρια, βιομηχανικές εγκαταστάσεις, εκκλησίες, νοσοκομεία, ιδιωτικές κατοικίες και εκπόνησε αρκετά πολεοδομικά σχέδια στην πατρίδα του και σε πολλές άλλες χώρες …   Dictionary of Greek

  • Άλκιο, Σαντέρι — (Santeri Alkio, 1862 – 1930). Φιλανδός πολιτικός, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Υπήρξε από τα ιδρυτικά στελέχη του κόμματος της Αγροτικής Ένωσης. Διετέλεσε βουλευτής (1907 22) και υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας (1919 20). Έργα του: Μαχαιροβγάλτες… …   Dictionary of Greek

  • Άχο, Γιοχάνες Μπρόφελντ — (Johannes BrofeldtAho, 1861 1921). Φιλανδός λογοτέχνης. Έγραψε ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα και ιστορικά δοκίμια. Στα έργα του δίνει με επιδεξιότητα το λαϊκό χρώμα της φιλανδικής υπαίθρου. Έγινε γνωστός και με το ψευδώνυμο Γιουχάνι.… …   Dictionary of Greek

  • Βίρεν, Λάσε — (Lasse Viren, Φιλανδία1949 –). Φιλανδός αθλητής του στίβου. Κέρδισε τέσσερα χρυσά ολυμπιακά μετάλλια, δύο στο Μόναχο το 1972 και δύο στο Μόντρεαλ το 1976, στους αγώνες δρόμου αντοχής 5.000 και 10.000 μ. Το 1972, στον αγώνα των 10.000 μ. κατόρθωσε …   Dictionary of Greek

  • Βιρκάλα, Τάπιο — (Tapio Wirkala, Ελσίνκι 1905 – 1985). Φιλανδός ζωγράφος. Συνεργάστηκε με τις τοπικές βιομηχανίες κεραμικής και υαλουργίας και κυρίως με το υαλουργείο της Ιιτάλα που σημείωσε αλματώδη εξέλιξη τα μεταπολεμικά χρόνια χάρη στην προσωπικότητα του… …   Dictionary of Greek

  • Βιρτάνεν, Αρτούρι Ίλμαρι — (Arturi Ilmari Virtanen, Ελσίνκι 1895 – 1973). Φιλανδός βιοχημικός. Πήρε το δίπλωμά του στο Ελσίνκι το 1919 και παρακολούθησε διάφορα τμήματα ειδίκευσης σε πανεπιστήμια της Ευρώπης. Έγινε καθηγητής της βιοχημείας στην πολυτεχνική σχολή του… …   Dictionary of Greek

  • Γκαντολίν, Γιόχαν — (Johann Gadolin, 1760 – 1852).Φιλανδός χημικός. Καθηγητής της χημείας στο πανεπιστήμιο του Άμπο, δημοσίευσε πολυάριθμες μελέτες σχετικά με τη θερμότητα, τα οξέα, την ανάλυση των απολιθωμάτων και τα μέταλλα της ομάδας των σπάνιων γαιών. Στον Γ.… …   Dictionary of Greek

  • Έρβι, Άαρνε — (ΑarneErvi, 1910 – 1977). Φιλανδός αρχιτέκτονας. Ήταν –μαζί με τους Μπρίγκμαν, Μπλόμστεντ, Ρέβελ και Γιάρβι– από τους κυριότερους εκπροσώπους της σύγχρονης φιλανδικής αρχιτεκτονικής. Αν και εμπνεόταν από τις αρχές του ευρωπαϊκού ρασιοναλισμού, η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»