-
1 Φθιώτα
-
2 Φθιῶτα
-
3 φθιώτα
-
4 φθιῶτα
-
5 φθιώτας
φθιώτᾱς, φθιώτηςto Phthia: masc acc plφθιώτᾱς, φθιώτηςto Phthia: masc nom sg (epic doric aeolic) -
6 φθιώταν
φθιώτᾱν, φθιώτηςto Phthia: masc acc sg (epic doric aeolic) -
7 φθιώτ'
φθιῶτα, φθιώτηςto Phthia: masc voc sgφθιῶτα, φθιώτηςto Phthia: masc nom sg (epic)φθιῶται, φθιώτηςto Phthia: masc nom /voc pl -
8 φθιῶτ'
φθιῶτα, φθιώτηςto Phthia: masc voc sgφθιῶτα, φθιώτηςto Phthia: masc nom sg (epic)φθιῶται, φθιώτηςto Phthia: masc nom /voc pl -
9 φθία
φθία [pron. full] [ῑ], ας, [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] φθίη, ης, ἡ, Phthia in Thessaly, the home of Achilles, Il.1.155, al.; [full] φθίηνδεA to Phthia, 1.169, etc.; [full] φθίηφι at Phthia, 19.323.—Hence [full] φθῑώτης, ου, ὁ, a man of Phthia, Hdt.7.132, Th.8.3, etc.;Φθιῶτ' Ἀχιλλεῦ A.Fr. 132
, cf. E.Tr. 575 (anap.), IA 237 (lyr.): as Adj.,Πηνειὲ Φθιῶτα Call.Del. 112
:—[full] φθῑῶτις γῆ, the land of Phthia, E.Andr. 664, etc.;ἀκταὶ Φ. Id.Tr. 1125
; :—Adj. [full] φθῑωτικός, ή, όν, Str.9.5.8:—also Adj. [full] φθῖος, α, ον, whence φθῖοι = φθιῶται, Il.13.686; with pecul. fem. [full] φθῑάς, άδος, ἡ, E.Hec. 451 (lyr.), etc.
См. также в других словарях:
Φθιῶτα — Φθῑῶτα , Φθιώτης to Phthia masc voc sg Φθῑῶτα , Φθιώτης to Phthia masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιῶτα — φθιώτης to Phthia masc voc sg φθιώτης to Phthia masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιῶτ' — φθιῶτα , φθιώτης to Phthia masc voc sg φθιῶτα , φθιώτης to Phthia masc nom sg (epic) φθιῶται , φθιώτης to Phthia masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιώτας — φθιώτᾱς , φθιώτης to Phthia masc acc pl φθιώτᾱς , φθιώτης to Phthia masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθιώταν — φθιώτᾱν , φθιώτης to Phthia masc acc sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φθιώτης — ό, θηλ. Φθιώτις, ώτιδος, Α 1. ο κάτοικος τής Φθίας, πόλης τής Θεσσαλίας 2. το θηλ. α) μία από τις τέσσερεις περιοχές τής Θεσσαλίας β) (συνήθως σε συνεκφορά με τη λ. Ἀχαΐα) περιοχή γύρω από την Όθρυ, που αποτελούσε το νοτιοανατολικό τμήμα τής… … Dictionary of Greek