-
1 Φαρισαῖοι
Фарисеифарисеи φαρισαῖοιΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Φαρισαῖοι
-
2 φαρισαῖοι
фарисеиΦαρισαῖοιΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φαρισαῖοι
-
3 γραμματέας
γραμματέας (ο / η)1) секретарь;2) Γραμματείς οι — Книжники – религиозное сословие Иудеев, которое занималось толкованием и переводом закона Моисея;ΦΡ.Γραμματείς και Φαρισαίοι — Книжники и Фарисеи, см. φαρισαίοςЭтим.< дргр. γραμματεύς «писец, секретарь» < γράμμα «буква»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > γραμματέας
См. также в других словарях:
Φαρισαίοι — Ονομάστηκαν έτσι όσοι ανήκαν στο θρησκευτικό ρεύμα που εμφανίστηκε στους κόλπους του ιουδαϊσμού ως αντίδραση στην ελληνιστική επίδραση, η οποία απειλούσε να εξαφανίσει τις παραδόσεις του Ισραήλ. Αντίπαλοι του κόμματος των Σαδδουκαίων,… … Dictionary of Greek
Φαρισαῖοι — Φαρισαῖος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Nanianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 030 Mark 5:18 (Tregelles facsimile edition) … Wikipedia
Codex Sinaiticus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 01 Book of Esther … Wikipedia
Minuscule 2427 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 2427 Text … Wikipedia
Papyrus 6 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 6 … Deutsch Wikipedia
Matthew 27:62 — Hans Holbein s depiction of the leaders gathered before Pilate, c. 1523 Matthew 27:62 is the sixty second verse of the twenty seventh chapter of the Gospel of Matthew in the New Testament. This verse occurs after the crucifixion and entombment of … Wikipedia
Papyrus 45 — Manuscrits du Nouveau Testament Papyri • Onciale • Minuscules • Lectionnaire Papyrus 45 … Wikipédia en Français
PHARISAEI — secta quaedam apud Iudaeos, orta temporibus belli Punici tertii, cuius sectae homines, non modo victu vitaeque institutô a reliquo vulgo secreti erant, sed etiam veste et corporis cultu, quapropter Pharisaei vocantur, quae dictio idem Hebraeis… … Hofmann J. Lexicon universale
ζηλωτής — ο (AM ζηλωτής, Α δωρ. τ. ζαλωτής) [ζηλώ] 1. ο γεμάτος ζήλο, ο μιμητής, ο θαυμαστής («μιμητὴς καὶ ζηλωτὴς τῆς πατρῴας ἀρετῆς», Ισοκρ.) 2. ο αφοσιωμένος με ζήλο σε κάποια θρησκεία, ο θεοσεβής 3. πληθ. οι ζηλωτές ( αί) οι φανατικοί και μισαλλόδοξοι… … Dictionary of Greek
ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… … Dictionary of Greek