-
1 φαντασία
φαντασίᾱ, φαντασίαappearing: fem nom /voc /acc dualφαντασίᾱ, φαντασίαappearing: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————φαντασίαι, φαντασίαappearing: fem nom /voc plφαντασίᾱͅ, φαντασίαappearing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Φαντασία
Φαντασίᾱ, Φαντασίαappearing: fem nom /voc /acc dual——————Φαντασίᾱͅ, Φαντασίαappearing: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 φαντασια
ἥ1) показывание, демонстрированиеτῇ τοῦ γεγονότος εὐτυχήματος φαντασίᾳ Polyb. — выставляя напоказ свою (военную) удачу;
φαντασίας ἕνεκεν Diod. — для показа2) пышность, блескἥ κατὰ τέν εὐγένειαν φ. Polyb. — знатное происхождение, родовитость3) филос. фантазия, впечатление, психический образ, представлениеφ. καὴ αἴσθησις ταὐτόν Plat. — представление и чувственное восприятие - одно и то же;
ἥ φ. ἐστὴν αἴσθησίς τις ἀσθενής Arst. — представление есть некое ослабленное восприятие4) плод воображения, видение Plat., Plut., Sext. -
4 φαντασία
φαντασία, ἡ, 1) das Sichtbarmachen, Zeigen, bes. das Ausstellen zur Schau, zum Prunke, das Prahlen. – 2) intrans., das Sichtbarwerden, Erscheinen, νεῶν App. B. C. 4, 102; – der Anblick, das Aussehen, Pol. 1, 37, 5 u. oft; auch das Aufsehen, das Einer durch sein prunkendes Erscheinen macht, Rufin. 37 (V, 27); dah. ἡ κατὰ τὴν εὐγένειαν φαντασία Pol. 32, 12, 6, der Glanz der Geburt, u. öfter; φαντασίας ἕνεκα D. Sic. 12, 83; vgl. Posidon. bei Ath. 212 a. – 3) der Zustand der Seele, wenn sie Sinneneindrücke empfängt, καὶ αἴσϑησις Plat. Theaet. 152 c; bei den Stoikern die Vorstellung, sowohl das Vorgestellte ( τὸ φανταστόν), als die Vorstellungskraft ( τὸ φανταστικόν), S. Emp. oft. – Besonders die Kraft der Seele, sich Dinge als wirklich od. gegenwärtig vorzustellen, die nur in der Einbildung vorhanden od. abwesend sind, Einbildungskraft, Phantasie, S. Emp. pyrrh. 3, 241 u. A. – Aber auch ein Bild der Phantasie, eine Einbildung, καὶ δόξα Plat. Soph. 263 d; Theaet. 161 c. – Verlangen, Gelüst nach abwesenden Dingen, Sp.
-
5 φαντασία
φαντασία, ἡ, (1) das Sichtbarmachen, Zeigen, bes. das Ausstellen zur Schau, zum Prunke, das Prahlen; (2) intrans., das Sichtbarwerden, Erscheinen; der Anblick, das Aussehen; auch das Aufsehen, das einer durch sein prunkendes Erscheinen macht; dah. ἡ κατὰ τὴν εὐγένειαν φαντασία, der Glanz der Geburt; (3) der Zustand der Seele, wenn sie Sinneneindrücke empfängt; bei den Stoikern die Vorstellung, sowohl das Vorgestellte ( τὸ φανταστόν), als die Vorstellungskraft ( τὸ φανταστικόν). Besonders die Kraft der Seele, sich Dinge als wirklich od. gegenwärtig vorzustellen, die nur in der Einbildung vorhanden od. abwesend sind, Einbildungskraft, Phantasie. Aber auch ein Bild der Phantasie, eine Einbildung. Verlangen, Gelüst nach abwesenden Dingen -
6 φαντασία
φαντασία, ας, ἡ (Aristot., Polyb. et al.; LXX, TestSol; TestReub 3:7; 5:7; Philo; Jos., Bell. 6, 69 al.; Just.; Tat. 14, 1; Ath. 27, 1f) pomp, pageantry (Polyb. 15, 25, 22; 16, 21, 1 μετὰ φαντασίας; Diod S 12, 83, 4; Vett. Val. 38, 26) ἐλθόντος τοῦ Ἀγρίππα μετὰ πολλῆς φαντασίας Ac 25:23 (πολλὴ φ. as Pel.-Leg. 4, 7f; on the nature of such pomp s. BKinman, NTS 40, ’94, 445 [lit]; s. also GWatson, ANRW 2/36/7, ’94, 4765–4810 [philosophical aspect, fr. late Hellenism to early Neoplatonism]).—Rdm.2 12.—DELG s.v. φαίνω B 10. M-M. Sv. -
7 φαντασία
η1) воображение, фантазия;νοσηρά φαντασία — больная фантазия;
ζωηρά φαντασία — богатая фантазия;
προϊόν της φαντασίας — плод фантазии;
εξημμένη φαντασία — пылкая, необузданная фантазия;
κατά φαντασίαν ασθενής — мнимый больной;
2) фантазия, плод воображения;3) самодовольство; высокомерие;είμαι γεμάτος φαντασία — быть о себе высокого мнения; — воображать о себе (разг);
είδες φαντασία πού σού την έχει! — видел, какого он о себе мнения!;
4) муз. фантазия -
8 φαντασιά
η см. φαντασία 2 -
9 Φαντασίᾳ
Βλ. λ. Φαντασία -
10 φαντασίᾳ
Βλ. λ. φαντασία -
11 φαντασία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φαντασία
-
12 φαντασία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > φαντασία
-
13 φαντασία
-ας + ἡ N 1 0-0-4-0-2=6 Hab 2,18.19; 3,10; Zech 10,1; Od 4,10*Hab 2,18 φαντασία appearance-מראה for MT מורה teacher, see also 2,19; 3,10 Cf. BICKERMAN 1980, 181; SHIPP 1979, 552 -
14 φαντασία
A appearing, appearance, = τὸ φαίνεσθαι, πάντες ἐφίενται τοῦ φαινομένου ἀγαθοῦ, τῆς δὲ φ. οὐ κύριοι do not control the appearing, Arist.EN 1114a32; usu. with less verbal force, appearance, presentation to consciousness, whether immediate or in memory, whether true or illusory,φαίνεται μὲν ὁ ἥλιος ποδιαῖος, ἀντίφησι δὲ πολλάκις ἕτερόν τι πρὸς τὴν φ. Id.Insomn. 460b19
; ἡ τοῦ γάλακτος φ. the appearance of the milky way, Id.Mete. 339a35;ἡ τοῦ προσώπου φ. Phld.Acad.Ind. p.50
M.; esp. of visual images, ἐπεὶ ἡ ὄψις μάλιστα αἴσθησίς ἐστι, καὶ τὸ ὄνομα ἀπὸ τοῦ φάους εἴληφεν [ἡ φ.] Arist. de An. 429a2; κατοπτρικὴ φ. image reflected in a mirror, Placit.3.1.2; also of other sense=perceptions, φ. καὶ αἴσθησις ταὐτὸν ἔν τε θερμοῖς καὶ πᾶσι τοῖς τοιούτοις appearance is the same as perception, whether we are talking of hot things or of anything else like them, Pl.Tht. 152c, cf. Chrysipp.Stoic.2.21;ταῦτα ἔστι μέν τι, ἀλλ' οὐχ ὧν ἐμποιεῖ τὴν φ. Arist.Metaph. 1024b24
;ἡ φ. ἐστὶν αἴσθησίς τις ἀσθενής.. κἂν τῷ ἐλπίζοντι ἀκολουθοῖ ἂν φ. τις οὗ ἐλπίζει Id.Rh. 1370a28
;αἱ [αἰσθήσεις] ἀληθεῖς ἀεί, αἱ δὲ φ. γίνονται αἱ πλείους ψευδεῖς Id.de An. 428a12
;φ. ἀληθεῖς ἁπάσας Epicur.Fr. 254
;ἀπελθόντων τῶν αἰσθητῶν ἔνεισιν αἱ αἰσθήσεις καὶ φ. ἐν τοῖς αἰσθητηρίοις Arist. de An. 425b25
; διὰ τὸ ἐμμένειν [τὰς φ.] καὶ ὁμοίας εἶναι ταῖς αἰσθήσεσι ib. 429a5;τῆς αἰσθήσεως ἀλλοιουμένης ἐξ ἧς γίνεσθαι τὴν φ. Thphr.Sens.63
;ἐλέγχειν τὰς ἀλλήλων φ. καὶ δόξας Pl.Tht. 161e
; freq. in later Philos. esp. in meaning psychic image, Epicur.Ep.1p.12U., S.E.M.7.152, M.Ant.4.24, al.; defined asτύπωσις ἐν ψυχῇ Chrysipp.Stoic.2.23
;φ. καταληπτική Zeno Stoic. 1.17
, etc.; [φ. κ.] ἢν κριτήριον εἶναι τῶν πραγμάτων φασί, τὴν γιγνομένην ἀπὸ ὑπάρχοντος κατ' αὐτὸ τὸ ὑπάρχον ἐναπεσφραγισμένην Stoic. 2.21
, cf. 26, al.; διανοητικαὶ φ. mental images, Cic.Fam.15.16.1;νυκτεριναὶ φ. Phlp.
in de An.486.13, cf. Gp.12.17.15; apparition, Arist.Mir. 846a37.b less scientifically, appearance, ἐμποιοῦντα τὴν φ. (sc. τοῦ ἐλέγχειν) Id.SE 165b25;τὸ παράδοξον τῆς τῶν ζῴων φ. Plb. 3.53.8
, cf. 5.48.9, App.BC4.102, Hann.15;κατὰ τὴν πρώτην φ. Plb.11.27.7
; συναύξειν τὴν φ. [τῆς νίκης] Id.16.8.3;δουλεύοντες τῇ τῶν ἐκτὸς φ. Id.30.19.4
;φ. ποιεῖν καὶ προσδοκίαν Id.18.10.7
, cf. 14.2.4; ζῷα.. μέχρι φ. φαινόμενα (in a conjuring trick) Cels. ap. OrigenesCels.1.68;κατὰ τὴν πρόχειρον οὑτωσὶ φ. Gal.6.105
, cf. 15.17,115, 19.206;τῶν ἀπεπτούντων ἐνίοις φ... γίνονται Id.18(2).73
, cf. 71, al.2 imagination, i.e. the re-presentation of appearances or images, primarily derived from sensation (cf.αἴσθησις 11
), ὅταν μὴ καθ' αὑτὸ ἀλλὰ δι' αἰσθήσεως παρῇ τινι τὸ τοιοῦτον αὖ πάθος (sc. δόξα) ἆρ' οἷόν τε ὀρθῶς εἰπεῖν ἕτερόν τι πλὴν φ.;.. φαίνεται δὲ ὃ λέγομεν (i.e. φαντασία)σύμμειξις αἰσθήσεως καὶ δόξης Pl.Sph. 264a
, 264b;οὐδὲ δόξα μετ' αἰσθήσεως οὐδὲ δι' αἰσθήσεως οὐδὲ συμπλοκὴ δόξης καὶ αἰσθήσεως φ. ἂν εἴη Arist. de An. 428a26
; ἡ φ. καθ' ἣν λέγομεν φάντασμά τι ἡμῖν γίγνεσθαι ib. 428a1;ἔστι δὲ φ. ἡ ὑπὸ τῆς κατ' ἐνέργειαν αἰσθήσεως γινομένη κίνησις Id.Insomn. 459a17
, cf. de An. 429a1; εἰ ἔστι καὶ τοῦτο [τὸ νοεῖν] φ. τις ἢ μὴ ἄνευ φ. ib. 403a8; c. gen.,μέλλοντος κακοῦ Id.Rh. 1382a21
, cf. 1370a30, b33, al.;αἰσχροῦ φ. Cic.Att.9.6.5
; alsoπερὶ ἀδοξίας φ. ἐστὶν ἡ αἰσχύνη Arist.Rh. 1384a23
; γίγνεται ἑκάστῳ φ. ὅτι τοιοῦτός [ἐστι] ib. 1371a9;ἡ κατὰ τὴν σύλληψιν φ. τῆς γυναικός Placit.5.12.2
, cf. Sor.1.39 (pl.); τὰ πρὸς τὴν φ. χρώματα colours as judged by the φ., apparent colours, Placit.1.15.8; φωτίζεσθαι πρὸς τὴν φ. ib.2.28.6.b in Aristotle, faculty of imagination, both presentative and representative, opp.αἴσθησις, [φ.] οὐκ ἔστιν αἴσθησις Arist.de An. 428a5
; opp. δόξα, because πίστις is absent, ib.22, 24; opp. ἐπιστήμη, νοῦς, διάνοια, οὐδὲ [φ.] τῶν ἀεὶ ἀληθευόντων οὐδεμία ἔσται, οἷον ἐπιστήμη ἢ νοῦς ib. 428a17; φ. ἕτερον καὶ αἰσθήσεως καὶ διανοίας· αὐτή τε οὐ γίγνεται ἄνευ αἰσθήσεως καὶ ἄνευ ταύτης οὐκ ἔστιν ὑπόληψις ib. 427b14;φ. γίνεται ἢ διὰ νοήσεως ἢ δι' αἰσθήσεως Id.MA 702a19
;ὀρεκτικὸν [τὸ ζῷον] οὐκ ἄνευ φ., φ. δὲ πᾶσα ἢ λογιστικὴ ἢ αἰσθητική Id.de An. 433b28
.c creative imagination,φ. σοφωτέρα μιμήσεως δημιουργός Philostr.VA6.19
.3 the use of imagery in literature,τεθορύβηται ταῖς φ. μᾶλλον ἢ δεδείνωται Longin.3.1
;ἡ ῥητορικὴ φ. Id.15.2
;ἀπὸ τοῦ ἀποδεικτικοῦ περιελκόμεθα εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Id.15.11
;αἱ ποιητικαὶ φ. Plu.2.759c
;ἐς τὰς φ. τῶν λεγομένων τῷ σχήματι τοῦ σώματος συνεφέροντο App.Pun. 134
, cf. Hisp.26, Syr.40.4 prestige, reputation,μεγάλην ἐφείλκετο φ. ὡς μόνος εἰδὼς τί λέγει Plb.22.9.12
, cf. 24.7.2, 24.11.5, Fr. 233;ἐκ τοῦ τοὺς ἄλλους ἐλέγχειν φ. ἀπενέγκασθαι προαιρούμενος Hipparch.1.1.6
; parade, ostentation,ποιέειν μηδὲν περιέργως μηδὲ μετὰ φαντασίης Hp.Decent.7
, cf. Plb.15.25.22, 16.21.1, 31.26.6, Posidon.36 J., D.S.12.83, Vett.Val.38.26, al.;ἡ ἐφήμερος τῆς ἀρχῆς φ. Sopat.
ap. Stob.4.5.55;μετὰ πολλῆς φ. Act.Ap. 25.23
, cf. D.L.4.53.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φαντασία
-
15 φαντασία
пышность, блеск.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > φαντασία
-
16 φαντασία
[фандасиа] ουσ θ фантазия, воображение. -
17 φαντασία
hayal gücü -
18 φαντασία
1) fantaisie2) imagination -
19 φαντασία
1) fantazja (f) rzecz.2) imaginacja (f) rzecz.3) urojenie (n) rzecz.4) wymysł (m) rzecz.5) wyobraźnia (f) rzecz. -
20 φαντασία
1) fantazie2) imaginace3) obrazotvornost4) představivost5) výmysl
См. также в других словарях:
φαντασία, η — και φαντασ(ι)ά, η και φανταξ(ι)ά, η 1. η δύναμη με την οποία μία έννοια γίνεται φανερή, παρασταίνεται στο νου. 2. η ψυχική ικανότητα για αναπαράσταση πραγμάτων ή γεγονότων με το νου, η αναπόληση: Με τη φαντασία μου ζω τα παιδικά μου χρόνια. 3. η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαντασία — φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual φαντασίᾱ , φαντασία appearing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία — Φαντασίᾱ , Φαντασία appearing fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασίᾳ — Φαντασίᾱͅ , Φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασία — Με την πλατιά έννοια, μπορεί να ονομαστεί η παραγωγή εικόνων, συνειδητών δηλαδή νοητικών παραστάσεων, που έχουν κάποιον βαθμό ομοιότητας με αντικείμενα του εξωτερικού κόσμου ή κάποια αναφορά σε αυτά. Ο βαθμός συνάφειας του υποκειμενικού ψυχικού… … Dictionary of Greek
φαντασίᾳ — φαντασίαι , φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαντασία καταληπτική — (phantasia kataleptike) (греч.) постигающее представление (стоики). Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
επιστημονική φαντασία — Αφηγηματικό είδος (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα, ύλη ειδικών περιοδικών, ταινίες, βιντεοπαιχνίδια) που αντανακλά τις φανταστικές ή αληθοφανείς θεωρίες οι οποίες στηρίζονται σε έναν ορισμένο τύπο επιστημονικών προφητειών και έχουν ως… … Dictionary of Greek
Φαντασίας — Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem acc pl Φαντασίᾱς , Φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίας — φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem acc pl φαντασίᾱς , φαντασία appearing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασίαι — φαντασία appearing fem nom/voc pl φαντασίᾱͅ , φαντασία appearing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)