-
1 φίλ-ωψ
-
2 φιλ-ακίζομαι
φιλ-ακίζομαι, = χαριεντίζομαι, E. M. u. Phot., wofür Ruhnk. Tim. 19 φιλακκίζομαι vermuthet, welches Wort unrichtig gebildet ist; Struve will φίλ' ἀκκίζομαι lesen.
-
3 φιλ-ανθρωπία
φιλ-ανθρωπία, ἡ, das Wesen, Betragen des φιλάνϑρωπος, Menschenliebe, Menschenfreundlichkeit; Plat. Euthyphr. 3 d; Xen. Cyr. 1, 4,1. 4, 2,10; Dem. 24, 156; Ggstz von ὠμότης Lpt. 109; φιλανϑρωπίαι καὶ ἐγγύαι γίγνονται Dem. 25, 86; εἴς τινα, Pol. 1, 79, 8; πρός τινα, 1, 79, 11; φιλανϑρωπίαν προςάγειν τινί 1, 81, 8; ἡ διὰ τῶν λόγων φιλ. 8, 15, 11; Sp., wie Plut. Lyc. 16 u. oft; Luc. u. A.; D. Sic. 17, 50 sagt χώρα ἐστερημένη πάσης φιλανϑρωπίας, aller menschlichen Cultur entbehrend.
-
4 φιλ-ά-σωτος
φιλ-ά-σωτος, ein schwelgerisches, üppiges, ausschweifendes Leben liebend, ἡ φιλ. Mel. 60. 64 (V, 175. 191).
-
5 φιλ-υπό-στροφος
φιλ-υπό-στροφος, gern, gewöhnlich zurückkehrend, Hippocr.
-
6 φιλ-υπό-δοχος
φιλ-υπό-δοχος, gern gastlich aufnehmend, bewirthend, D. L. 2, 133.
-
7 φιλ-υπο-στροφώδης
φιλ-υπο-στροφώδης, ες, = Vorigem, Hippocr.
-
8 φιλ-υπ-οψία
φιλ-υπ-οψία, ἡ, Neigung, Hang zum Argwohn, zw.
-
9 φιλ-υπ-ήκοος
φιλ-υπ-ήκοος, seine Unterthanen liebend, Plut. Artax. 30.
-
10 φιλ-υβριστής
φιλ-υβριστής, ὁ, = φίλυβρις, Gall. 1 (V, 49).
-
11 φιλ-υγιής
-
12 φιλ-υδριάω
φιλ-υδριάω, das Wasser lieben, Hesych., zw.
-
13 φιλ-υδρίας
φιλ-υδρίας, ὸ, = φίλυδρος, VLL.
-
14 φιλ-ωρείτης
φιλ-ωρείτης, ὸ, der die Berge liebt, Pan, Eryc. 1 (VI, 96).
-
15 φιλ-όρτυξ
-
16 φιλ-όρχηστος
φιλ-όρχηστος, Vorigem, Sp., zw.
-
17 φιλ-όργιος
φιλ-όργιος, geheime Weihen, Feste liebend, Κύπρις Philod. 24 (X, 21).
-
18 φιλ-όρθιος
φιλ-όρθιος, das Grade, die Gradheit liebend, κανόνισμα σελίδων Phani. 3 (VI, 295).
-
19 φιλ-όμβριος
φιλ-όμβριος, = Folgdem, vom Frosche, Plat. 8 (VI, 43).
-
20 φιλ-όδυρτος
φιλ-όδυρτος, gern, gewöhnlich wehklagend, Aesch. Suppl. 66.
См. также в других словарях:
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλ- — ή φιλο , θέμα του ρ. φιλώ (=αγαπώ), που χρησιμοποιείται με αυτή την έννοια ως α συνθετικό πολλών λέξεων: Φιλαλήθεια, φιλελεύθερος, φιλοδοξώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φιλ' — Φιλά̱ , Φιλής masc nom/voc/acc dual Φιλά , Φιλής masc voc sg Φιλά , Φιλής masc nom sg (epic) Φιλαί , Φιλής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φίλ' — Φίλα , Φίλα fem nom/voc sg Φίλαι , Φίλα fem nom/voc pl Φίλᾱͅ , Φίλα fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλ' — φίλα , φίλος beloved neut nom/voc/acc pl φί̱λε , φίλος beloved masc voc sg (epic) φίλε , φίλος beloved masc voc sg φίλαι , φίλος beloved fem nom/voc pl φίλᾱͅ , φίλος beloved fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλος — ίλεος, τὸ, Α φιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. που μπορεί να θεωρηθεί ως μεταπλασμένος τής λ. φιλία, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. μῖσος, νεῖκος]. η, ο / φίλος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και φίλαινα Ν, θηλ. και ος Α 1. αγαπητός, προσφιλής (α. «φίλο έθνος» β. «μηκέτι,… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
Pella curse tablet — The Pella curse tablet is a curse or magic spell (Greek: κατάδεσμος, katadesmos ) inscribed on a lead scroll, dating to the 4th or 3rd century BC. It was found in Pella (at the time capital of Macedon) in 1986 and published in the Hellenic… … Wikipedia
Pella (Grecia) — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Pella … Wikipedia Español
Tablilla de maldición de Pella — La Maldición de Pella, del prof. Radcliffe G. Edmonds III (Bryn Mawr College). La Tablilla de maldición de Pella es una maldición o hechizo griego: κατάδεσμος, katadesmos) inscrita en una plancha de plomo, que data del siglo IV o… … Wikipedia Español
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek