-
1 τιμαίος
-
2 τιμαῖος
-
3 τιμαῖος
τῑμαῖος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τιμαῖος
-
4 τῑμαῖος
τῑμαῖος, ὁ πολλῆς τιμῆς, Phot. aus Diocles, s. N. pr.
-
5 Τιμαιος
(ῑμ) ὅ Тимей1) родом из Локр, философ-пифагореец, учитель Платона; ему приписывается сочинение Περὴ ψυχᾶς κόσμω καὴ φύσιος, включаемое обычно в полное собрание сочинений Платона2) тиранн Тавромения, историк IV-III вв. до н.э. -
6 Τίμαιος
Τίμαιοςmasc nom sg -
7 Τιμαῖος
Τιμαῖος, ου, ὁ Timaeus Mk 10:46 (s. Βαρτιμαῖος).—M-M. -
8 Τιμαῖος
{собств., 1}Тимей (восхитительный, превосходный).Имя слепого, исцеленного Иисусом Христом (Мк. 10:46).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Τιμαῖος
-
9 Τιμαίος
{собств., 1}Тимей (восхитительный, превосходный).Имя слепого, исцеленного Иисусом Христом (Мк. 10:46).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > Τιμαίος
-
10 Τιμαῖος
Тимей (имя слепого исцеленного И. Х.).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Τιμαῖος
-
11 ἐπι-τίμαιος
ἐπι-τίμαιος, ὁ, wird scherzhaft der griech. Geschichtschreiber Timäus bei Ath. VI, 272 b genannt, διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐπιτιμήσεως, der Tadelsüchtige, vgl. D. Sic. 5, 1.
-
12 Τιμαίω
Τίμαιοςmasc nom /voc /acc dualΤίμαιοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Τίμαιοςmasc dat sg -
13 τιμαίω
τιμαῖοςhighly prized: masc /fem /neut nom /voc /acc dualτιμαῖοςhighly prized: masc /fem /neut gen sg (doric aeolic)——————τιμαῖοςhighly prized: masc /fem /neut dat sg -
14 Τιμαίου
Τίμαιοςmasc gen sg -
15 Τιμαίους
Τίμαιοςmasc acc pl -
16 Τίμαιε
Τίμαιοςmasc voc sg -
17 Τίμαιοι
Τίμαιοςmasc nom /voc pl -
18 Τίμαιον
Τίμαιοςmasc acc sg -
19 τιμαίου
τιμαῖοςhighly prized: masc /fem /neut gen sg -
20 τιμαίους
τιμαῖοςhighly prized: masc /fem acc pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τιμαῖος — highly prized masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τίμαιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμαίος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ιστορικός από το Ταυρομένιο (Ταορμίνα) της Σικελίας (346 250 π.Χ.). Ο τύραννος των Συρακουσών, Αγαθοκλής, τον εξόρισε, και αυτός πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε ρητορική και πέρασε εκεί 50 χρόνια της ζωής του. Δεν… … Dictionary of Greek
τιμαῖον — τιμαῖος highly prized masc/fem acc sg τιμαῖος highly prized neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμαίω — Τίμαιος masc nom/voc/acc dual Τίμαιος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμαίω — τιμαῖος highly prized masc/fem/neut nom/voc/acc dual τιμαῖος highly prized masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμαίου — Τίμαιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμαίου — τιμαῖος highly prized masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμαίους — Τίμαιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμαίους — τιμαῖος highly prized masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμαίῳ — Τίμαιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)