-
1 Τυφώνιος
Τῡφών-ιος, α, ον, AB308, etc.; [dialect] Ep. [full] Τῠφᾱόνιος, A.R.2.1210, Nonn.D.1.223, al.; neut. Τῠφᾱόνιον as place-name, Hes.Sc.32; [full] Τυφώνειος, Dam.Isid.5, Id. ap. Suid.A s.v. Σαραπίων; fem. [full] Τῠφᾱονίς, ίδος, Nonn.D.2.287:—of Typhon,πέτρη A.R.
l. c.;ἄρκτος Nonn.D.2.287
.2 Τυφώνιοι were people burnt at certain seasons in Egypt, Manetho ap.Plu.2.380d, cf. Herm. ap. Stob.1.49.68.3 Τυφώνιον, τό, in a magical formula, donkey, PMag.Lond. 121.653 (διὰ τὸ πυρρὸν γεγονέναι τὸν Τυφῶνα καὶ ὀνώδη τὴν χρόαν Plu.2.362f
).4 Τυφωνία, ἡ, the plant στοιχάς, Ps.-Dsc.3.26.II = foreg. 11,πνεύματα Harp.
s.v. τετύφωμαι, Herm. in Phdr.p.75A., EM 755.13;τ. σκηπτοί Herm.
l. c.; τὰ τ. πνεύματα μανίαν ἐμποιεῖ ἐμπεσόντα ABl.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τυφώνιος
См. также в других словарях:
τυφώνιος — και τυφώνειος και τυφαόνιος, (ε)ία, ον, Α [Τυφῶν, ῶνος / Τυφάων] 1. τυφωνικός 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ τυφώνιοι α) οι άνθρωποι τους οποίους έκαιγαν στην Αίγυπτο σε ορισμένες περιστάσεις β) (κατ επέκτ.) άνθρωποι αναίσθητοι, μωροί 3. το… … Dictionary of Greek