Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Τυροφάγος

См. также в других словарях:

  • τυροφάγος — α, ο / τυροφάγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν νεοελλ. μσν. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Τυροφάγος (ενν. εβδομάδα) η εβδομάδα μετά την Κυριακή τής Αποκριάς κατά την οποία δεν επιτρέπεται στους χριστιανούς τής Ορθόδοξης Εκκλησίας να τρων κρέας, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • τυροφάγος — α, ο 1. που τρώει πολύ ή αποκλειστικά τυρί. 2. το αρχαίο θηλ. ως ουσ., Τυροφάγος η εβδομάδα μετά την Κυριακή της Αποκριάς, η Τυρινή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυροφάγον — τυροφάγος Cheeseeater masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροφάγου — τυροφάγος Cheeseeater masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυροφάγῳ — τυροφάγος Cheeseeater masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • Τυρινή — Η τρίτη εβδομάδα της Aποκριάς. * * * η, ΝΜ (ενν. εβδομάδα) η Τυροφάγος («τὸ σάββατον τῆς Τυρινῆς», Άνν. Κομν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. επιθέτου τυρ ινός < Τυρός + κατάλ. ινός (πρβλ. βοδ ινός)] …   Dictionary of Greek

  • τυροφαγία — η, Ν [τυροφάγος] το να τρώει κανείς πολύ ή μόνον τυρί …   Dictionary of Greek

  • τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… …   Dictionary of Greek

  • Τυροφάγον — Τῡροφάγον , Τυροφάγος Cheeseeater masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυροφάγου — Τῡροφάγου , Τυροφάγος Cheeseeater masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»