Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Τυμωλειτική

См. также в других словарях:

  • τυμωλειτική — ἡ, Α [Τυμωλείτης] πλατύστομο πήλινο ή γυάλινο κυλινδρικό δοχείο κατάλληλο για την τοποθέτηση σάλτσας από ψάρια, η οποία παρασκευαζόταν στην περιοχή τού όρους Τμῶλος* …   Dictionary of Greek

  • τυμωλειτίκιον — τὸ, Α [τιμωλειτική] υποκορ. τού Τυμωλειτική* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»