-
1 Τμῶλος
Τμῶλος, ὁ,A Mount Tmolus in Lydia, Il.2.866, etc.; also [full] Τύμωλος in St.Byz.; παραὶ νιφόεντι Τυμώλῳ Keil-Premerstein Erster Bericht p.9 ([place name] Troketta); hence φυλὴ Τυμωλίς IGRom.4.1503 ([place name] Sardis); [full] Τυμωλεῖ[ται], οἱ,A inhabitants of T., Sardis 7(1) No.152; and [full] Τυμωλειτική, ἡ, jar of fish-sauce from T., POxy.1759.8, 1760.14 (ii A. D.): [var] Dim. [suff] τμη-ίκιον, τό, PFay.104.23 (iii A. D.):—[full] Τμωλίτης [pron. full] [ῑ], ου, ὁ, inhabitant of T., CIG 3142 iii 21 ([place name] Smyrna); οἶνος Τιμωλίτης (sic) wineA of Tmolus, Gal.6.802 (cf. Lat. Timolus, Ov.Met.6.15, Plin.HN5.110):—Adj. [full] Τμώλιος, α, ον, Diog.Ath.1.7.
См. также в других словарях:
τυμωλειτική — ἡ, Α [Τυμωλείτης] πλατύστομο πήλινο ή γυάλινο κυλινδρικό δοχείο κατάλληλο για την τοποθέτηση σάλτσας από ψάρια, η οποία παρασκευαζόταν στην περιοχή τού όρους Τμῶλος* … Dictionary of Greek
τυμωλειτίκιον — τὸ, Α [τιμωλειτική] υποκορ. τού Τυμωλειτική* … Dictionary of Greek