-
1 Τρώϊος
A of Tros,οἷοι Τρώϊοι ἵπποι Il.5.222
;ἵππους δὲ Τρῳοὺς ὕπαγε ζυγόν 23.291
(here oxyt. acc. to Hdn.Gr.2.122).II Trojan, Il.13.262:—cf. Τρώς, Τρωϊκός.
См. также в других словарях:
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek