-
1 τρω
τρέωflee from fear: pres subj act 1st sg (attic epic doric)τρέωflee from fear: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
2 τρῶ
τρέωflee from fear: pres subj act 1st sg (attic epic doric)τρέωflee from fear: pres ind act 1st sg (attic epic doric) -
3 τρώξιος
τρώ̱ξιος, τρῶξιςgnawing: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
4 Τρωΐαθεν
Τρω-ΐᾱθεν [ῐ], Adv.A from Troy, Pi.N.7.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τρωΐαθεν
-
5 Τρωϊάς
A Trojan, Od.13.263;Τρωϊάδας γυναῖκας Il.9.139
, al.; Τρωϊάδες alone, 18.122, al.; Τρῶας καὶ Τρῳάδας Trojan men and Trojan women, 22.105. -
6 Τρωϊκός
A Trojan, Il.10.11, S.Aj.862, etc.;Τρωϊκὴν ἀνὰ χθόνα A.Myrm.
in PSI11.1211.3; τὰ T. the times of Troy, the Trojan war, Hdt.2.145, al., Th.1.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τρωϊκός
-
7 Τρώϊος
A of Tros,οἷοι Τρώϊοι ἵπποι Il.5.222
;ἵππους δὲ Τρῳοὺς ὕπαγε ζυγόν 23.291
(here oxyt. acc. to Hdn.Gr.2.122).II Trojan, Il.13.262:—cf. Τρώς, Τρωϊκός. -
8 Τρωΐς
-
9 Τρωΐτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τρωΐτης
-
10 τρωτέον
A one must wound, Sor.2.64.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρωτέον
-
11 τρωτός
-
12 τρώξει
τρώγωgnaw: aor subj act 3rd sg (epic)τρώγωgnaw: fut ind mid 2nd sgτρώ̱ξει, τρῶξιςgnawing: fem nom /voc /acc dual (attic epic)τρώ̱ξεϊ, τρῶξιςgnawing: fem dat sg (epic)τρώ̱ξει, τρῶξιςgnawing: fem dat sg (attic ionic) -
13 ιατρώ
ἰᾱτρῶ, ἰατρόςone who heals: masc gen sg (doric aeolic)——————ἰᾱτρῷ, ἰατρόςone who heals: masc dat sg -
14 τρώξεις
τρώγωgnaw: aor subj act 2nd sg (epic)τρώ̱ξεις, τρῶξιςgnawing: fem nom /voc pl (attic epic)τρώ̱ξεις, τρῶξιςgnawing: fem nom /acc pl (attic) -
15 обтирать
1. (вытирать) σκουπίζω, καθαρίζω 2. (приводить в негодное состояние) φθείρω, τρώ(γ)ω, τρίβω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обтирать
-
16 изгрызать
изгрызатьнесов, изгрызть сов τρω-γαλίζω, ροκανίζω. -
17 точить
точитьнесов1. (делать острым) ἀκονίζο, τροχίζω:\точить нож ἀκονίζω τό μαχαίρι· \точить карандаш ξύνω τό μολύβι·2. (на токарном станке) τορνεύω·3. (проедать, повреждать что-либо) τρώγω, διαβιβρώρχω, σαρακοτρώγω, φθείρω:червь точит дерево τό σαράκι τρώει τό ξύλο· ржа́вчина то́чит железо ἡ σκουριά φθείρει τό σίδερο· вода точит камень τό νερό τρώει τήν πέτρά4. перен (мучить) τρώ(γ)ω, βασανίζω:ее то́чит го́ре τήν τρώει ὁ καημός· ◊ \точить зу́бы на кого́-л. ἔχω στό ᾶχτΐ κάποιον. -
18 ήτρω
-
19 ἤτρῳ
-
20 αμφιθεάτρω
ἀμφιθεά̱τρῳ, ἀμφιθέατρονneut dat sgἀμφιθέατροςhaving seats for spectators all round: masc /fem /neut dat sg
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τρῶ — τρέω flee from fear pres subj act 1st sg (attic epic doric) τρέω flee from fear pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώξιος — τρώ̱ξιος , τρῶξις gnawing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρώξει — τρώγω gnaw aor subj act 3rd sg (epic) τρώγω gnaw fut ind mid 2nd sg τρώ̱ξει , τρῶξις gnawing fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρώ̱ξεϊ , τρῶξις gnawing fem dat sg (epic) τρώ̱ξει , τρῶξις gnawing fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχέτρωσις — ἐχέτρωσις, ἡ (Α) το φυτό βρυωνία η κρητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + τρωσις (πιθ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω) … Dictionary of Greek
τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… … Dictionary of Greek
τρωτήριον — τὸ, Μ όργανο που μπορεί να προκαλέσει τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω + κατάλ. τήριον* (πρβλ. βασανισ τήριον)] … Dictionary of Greek
τρωτός — ή, ό / τρωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό ελάττωμα, ψεγάδι 3. φρ. «τρωτό σημείο» το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα αρχ. πληγωμένος, τραυματίας.… … Dictionary of Greek
τρώμα — (I) ἡ, Α 1. (δωρ. τ. τής λ. τραῡμα) πληγή 2. φρ. «τρώμα ἕλκεος» πληγή διαβρωτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. μᾱ/ μη (πρβλ. τόλ μη/ μᾱ)]. (II) ώματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. τραύμα … Dictionary of Greek
τρώση — η / τρῶσις, ώσεως, ΝΑ τραυματισμός αρχ. (σχετικά με δέντρο) πληγή από χτύπημα ή άλλη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω + κατάλ. σις (πρβλ. βρῶ σις)] … Dictionary of Greek
τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] … Dictionary of Greek
τρώξεις — τρώγω gnaw aor subj act 2nd sg (epic) τρώ̱ξεις , τρῶξις gnawing fem nom/voc pl (attic epic) τρώ̱ξεις , τρῶξις gnawing fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)