Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Τρω-

См. также в других словарях:

  • τρῶ — τρέω flee from fear pres subj act 1st sg (attic epic doric) τρέω flee from fear pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώξιος — τρώ̱ξιος , τρῶξις gnawing fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρώξει — τρώγω gnaw aor subj act 3rd sg (epic) τρώγω gnaw fut ind mid 2nd sg τρώ̱ξει , τρῶξις gnawing fem nom/voc/acc dual (attic epic) τρώ̱ξεϊ , τρῶξις gnawing fem dat sg (epic) τρώ̱ξει , τρῶξις gnawing fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχέτρωσις — ἐχέτρωσις, ἡ (Α) το φυτό βρυωνία η κρητική. [ΕΤΥΜΟΛ. < εχε * (< έχω I) + τρωσις (πιθ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω) …   Dictionary of Greek

  • τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • τρωτήριον — τὸ, Μ όργανο που μπορεί να προκαλέσει τραύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω + κατάλ. τήριον* (πρβλ. βασανισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • τρωτός — ή, ό / τρωτός, ή, όν, ΝΑ αυτός που είναι δυνατόν να τραυματιστεί νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ευπαθής, αδύναμος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρωτό ελάττωμα, ψεγάδι 3. φρ. «τρωτό σημείο» το αδύνατο σημείο, η αχίλλειος πτέρνα αρχ. πληγωμένος, τραυματίας.… …   Dictionary of Greek

  • τρώμα — (I) ἡ, Α 1. (δωρ. τ. τής λ. τραῡμα) πληγή 2. φρ. «τρώμα ἕλκεος» πληγή διαβρωτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. μᾱ/ μη (πρβλ. τόλ μη/ μᾱ)]. (II) ώματος, τὸ, Α ιων. τ. βλ. τραύμα …   Dictionary of Greek

  • τρώση — η / τρῶσις, ώσεως, ΝΑ τραυματισμός αρχ. (σχετικά με δέντρο) πληγή από χτύπημα ή άλλη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω + κατάλ. σις (πρβλ. βρῶ σις)] …   Dictionary of Greek

  • τρωσμός — και τιτρωσμός, ὁ, Α πρόωρη γέννηση, αποβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρω τού τι τρώ σκω* + κατάλ. σμός (πρβλ. θρω σμός: θρῴσκω). Το σ τού τύπου οφείλεται πιθ. σε επίδραση τού ενεστ.] …   Dictionary of Greek

  • τρώξεις — τρώγω gnaw aor subj act 2nd sg (epic) τρώ̱ξεις , τρῶξις gnawing fem nom/voc pl (attic epic) τρώ̱ξεις , τρῶξις gnawing fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»