Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Τρωγοδῠτικός

См. также в других словарях:

  • τρωγοδυτικός — ή, όν, Α [τρωγοδύται] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Τρωγοδύτες 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Τρωγοδυτική (ενν. χώρα) η χώρα τών Τρωγοδυτών …   Dictionary of Greek

  • Τρωγοδυτικῆς — Τρωγοδυτικός belonging to the fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τρωγοδυτικήν — Τρωγοδυτικός belonging to the fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»