Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Τειρεσίης

См. также в других словарях:

  • Τειρεσίαι — Τειρεσίης masc nom/voc pl Τειρεσίᾱͅ , Τειρεσίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσίη — Τειρεσίης masc voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσίην — Τειρεσίης masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσίου — Τειρεσίης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσίῃ — Τειρεσίης masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσία — Τειρεσίᾱ , Τειρεσίης masc nom/voc/acc dual Τειρεσίης masc voc sg Τειρεσίᾱ , Τειρεσίης masc voc sg (attic) Τειρεσίᾱ , Τειρεσίης masc gen sg (doric aeolic) Τειρεσίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσίαν — Τειρεσίᾱν , Τειρεσίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Τειρεσίης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσίας — Τειρεσίᾱς , Τειρεσίης masc acc pl Τειρεσίᾱς , Τειρεσίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσίᾳ — Τειρεσίαι , Τειρεσίης masc nom/voc pl Τειρεσίᾱͅ , Τειρεσίης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τειρεσίαο — Τειρεσίᾱο , Τειρεσίης masc gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»