-
1 Τειρεσίης
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Τειρεσίης
-
2 Τειρεσίαι
Τειρεσίηςmasc nom /voc plΤειρεσίᾱͅ, Τειρεσίηςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
3 Τειρεσίη
-
4 Τειρεσίην
Τειρεσίηςmasc acc sg (epic ionic) -
5 Τειρεσίου
Τειρεσίηςmasc gen sg -
6 Τειρεσία
Τειρεσίᾱ, Τειρεσίηςmasc nom /voc /acc dualΤειρεσίηςmasc voc sgΤειρεσίᾱ, Τειρεσίηςmasc voc sg (attic)Τειρεσίᾱ, Τειρεσίηςmasc gen sg (doric aeolic)Τειρεσίηςmasc nom sg (epic)——————Τειρεσίαι, Τειρεσίηςmasc nom /voc plΤειρεσίᾱͅ, Τειρεσίηςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
7 Τειρεσίαν
Τειρεσίᾱν, Τειρεσίηςmasc acc sg (attic epic doric aeolic)Τειρεσίηςmasc acc sg -
8 Τειρεσίας
Τειρεσίᾱς, Τειρεσίηςmasc acc plΤειρεσίᾱς, Τειρεσίηςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
9 Τειρεσιας
- ου и Τειρεσίης, эп. αο ὅ Тиресий ( слепой фиванский прорицатель при Эдипе) Hom., Pind., Soph., Eur. -
10 Τειρεσίαο
Τειρεσίᾱο, Τειρεσίηςmasc gen sg (epic doric)
См. также в других словарях:
Τειρεσίαι — Τειρεσίης masc nom/voc pl Τειρεσίᾱͅ , Τειρεσίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσίη — Τειρεσίης masc voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσίην — Τειρεσίης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσίου — Τειρεσίης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσίῃ — Τειρεσίης masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσία — Τειρεσίᾱ , Τειρεσίης masc nom/voc/acc dual Τειρεσίης masc voc sg Τειρεσίᾱ , Τειρεσίης masc voc sg (attic) Τειρεσίᾱ , Τειρεσίης masc gen sg (doric aeolic) Τειρεσίης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσίαν — Τειρεσίᾱν , Τειρεσίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Τειρεσίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσίας — Τειρεσίᾱς , Τειρεσίης masc acc pl Τειρεσίᾱς , Τειρεσίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσίᾳ — Τειρεσίαι , Τειρεσίης masc nom/voc pl Τειρεσίᾱͅ , Τειρεσίης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τειρεσίαο — Τειρεσίᾱο , Τειρεσίης masc gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)