Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Τεγέῃ

См. также в других словарях:

  • Τεγέη — Τεγέα of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τεγέῃ — Τεγέα of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Dipaia — Di paia (griechisch Δίπαια, lateinisch Dipaea; Einwohner: Διπαιεύς, Plural: Διπαιεῖς) war eine antike griechische Stadt in Arkadien, in der Landschaft Mainalia, vielleicht direkt am Fluss Helisson oder im Gebirge Mainalios, auf alle Fälle in …   Deutsch Wikipedia

  • σοφία — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Ιταλία. Πέθανε από τη λύπη της μετά τον μαρτυρικό θάνατο των τριών θυγατέρων της επί Αδριανού (117 138). Η μνήμη της τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. 2. Λέγεται ότι είχε ιατρικές γνώσεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»