-
1 Ταρτήσσιος
Ταρτήσσιοςmasc nom sg -
2 Ταρτήσσιον
Ταρτήσσιοςmasc acc sgΤαρτήσσιοςneut nom /voc /acc sg -
3 Ταρτησσίαις
Ταρτήσσιοςfem dat pl -
4 Ταρτησσία
Ταρτησσίᾱ, Ταρτήσσιοςfem nom /voc /acc dualΤαρτησσίᾱ, Ταρτήσσιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
5 Ταρτησσίας
Ταρτησσίᾱς, Ταρτήσσιοςfem acc plΤαρτησσίᾱς, Ταρτήσσιοςfem gen sg (attic doric aeolic) -
6 Ταρτησσίων
Ταρτήσσιοιmasc gen plΤαρτήσσιοςfem gen plΤαρτήσσιοςmasc /neut gen pl -
7 Ταρτησσίησι
-
8 Ταρτησσίῃσι
-
9 Ταρτησσίοις
Ταρτήσσιοιmasc dat plΤαρτήσσιοςmasc /neut dat pl -
10 Ταρτησσίους
Ταρτήσσιοιmasc acc plΤαρτήσσιοςmasc acc pl -
11 Ταρτήσσιοι
Ταρτήσσιοιmasc nom /voc plΤαρτήσσιοςmasc nom /voc pl -
12 Ταρτησσός
Ταρτησσός, ὁ, Hdt.1.163, elsewh. ἡ:—a district of Spain at the mouth of the Baetis, the Tarshish of Scripture ( Θαρσείς in LXX 3 Ki.10.22, al.), Hdt.l.c., Arist.Mir. 844a17, Str.3.2.11, etc.: also the river Baetis, Stesich.5 (ap.Str.l.c.):—hence [full] Ταρτήσσιος, α, ον, Tartessian, Hdt.4.192, Ar.Ra. 475; [full] Ταρτήσσιοι, οἱ, Hdt.1.163, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ταρτησσός
См. также в других словарях:
Ταρτήσσιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρτήσσιος — ία, ον, Α [Ταρτησσός] 1. αυτός που προέρχεται από την Ταρτησσό 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ Ταρτήσσιος και ἡ Ταρτησσία ο κάτοικος τής Ταρτησσού … Dictionary of Greek
Ταρτήσσιον — Ταρτήσσιος masc acc sg Ταρτήσσιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίαις — Ταρτήσσιος fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίῃσι — Ταρτήσσιος fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσία — Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιος fem nom/voc/acc dual Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίας — Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem acc pl Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίων — Ταρτήσσιοι masc gen pl Ταρτήσσιος fem gen pl Ταρτήσσιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίοις — Ταρτήσσιοι masc dat pl Ταρτήσσιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτησσίους — Ταρτήσσιοι masc acc pl Ταρτήσσιος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταρτήσσιοι — masc nom/voc pl Ταρτήσσιος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)