Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Ταρτήσσιος

См. также в других словарях:

  • Ταρτήσσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταρτήσσιος — ία, ον, Α [Ταρτησσός] 1. αυτός που προέρχεται από την Ταρτησσό 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ὁ Ταρτήσσιος και ἡ Ταρτησσία ο κάτοικος τής Ταρτησσού …   Dictionary of Greek

  • Ταρτήσσιον — Ταρτήσσιος masc acc sg Ταρτήσσιος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτησσίαις — Ταρτήσσιος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτησσίῃσι — Ταρτήσσιος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτησσία — Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιος fem nom/voc/acc dual Ταρτησσίᾱ , Ταρτήσσιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτησσίας — Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem acc pl Ταρτησσίᾱς , Ταρτήσσιος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτησσίων — Ταρτήσσιοι masc gen pl Ταρτήσσιος fem gen pl Ταρτήσσιος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτησσίοις — Ταρτήσσιοι masc dat pl Ταρτήσσιος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτησσίους — Ταρτήσσιοι masc acc pl Ταρτήσσιος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταρτήσσιοι — masc nom/voc pl Ταρτήσσιος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»