-
1 Τανταλειος
-
2 Τανταλεος
См. также в других словарях:
Ταντάλειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταντάλειος — α, ο / ταντάλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταντάλεος, έα, ον, ΝΜ, θηλ. και ταντάλειος Α [Τάνταλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυθικό βασιλιά τής Φρυγίας Τάνταλο νεοελλ. παροιμ. φρ. «ταντάλειο μαρτύριο» λέγεται για αφόρητη δίψα που δεν… … Dictionary of Greek
Τανταλείων — Ταντάλειος of fem gen pl Ταντάλειος of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταντάλειον — Ταντάλειος of masc acc sg Ταντάλειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανταλείου — Ταντάλειος of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανταλείους — Ταντάλειος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανταλείῳ — Ταντάλειος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ταντάλειοι — Ταντάλειος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανταλεία — Τανταλείᾱ , Ταντάλειος of fem nom/voc/acc dual Τανταλείᾱ , Ταντάλειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταντάλεος — έα, ον, ΜΑ βλ. ταντάλειος … Dictionary of Greek
τανταλικός — (I) ή, ό / τανταλικός, ή, όν, ΝΑ [Τάνταλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάνταλο, ταντάλειος («Τανταλικῇ κολάσει», Μαν.). (II) ή, ό, Ν χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο ταντάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταντάλιο. Η λ. μαρτυρείται … Dictionary of Greek