Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ταντάλειος

См. также в других словарях:

  • Ταντάλειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταντάλειος — α, ο / ταντάλειος, εία, ον, ΝΜΑ, και ταντάλεος, έα, ον, ΝΜ, θηλ. και ταντάλειος Α [Τάνταλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μυθικό βασιλιά τής Φρυγίας Τάνταλο νεοελλ. παροιμ. φρ. «ταντάλειο μαρτύριο» λέγεται για αφόρητη δίψα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • Τανταλείων — Ταντάλειος of fem gen pl Ταντάλειος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταντάλειον — Ταντάλειος of masc acc sg Ταντάλειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλείου — Ταντάλειος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλείους — Ταντάλειος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλείῳ — Ταντάλειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ταντάλειοι — Ταντάλειος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τανταλεία — Τανταλείᾱ , Ταντάλειος of fem nom/voc/acc dual Τανταλείᾱ , Ταντάλειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταντάλεος — έα, ον, ΜΑ βλ. ταντάλειος …   Dictionary of Greek

  • τανταλικός — (I) ή, ό / τανταλικός, ή, όν, ΝΑ [Τάνταλος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τάνταλο, ταντάλειος («Τανταλικῇ κολάσει», Μαν.). (II) ή, ό, Ν χημ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χημικό στοιχείο ταντάλιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταντάλιο. Η λ. μαρτυρείται …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»