-
1 τανάγρα
τανάγρᾱ, τανάγραcopper: fem nom /voc /acc dualτανάγρᾱ, τανάγραcopper: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τανάγρᾱͅ, τανάγραcopper: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 Τανάγρα
Τανάγρᾱ, Τάναγραof Tanagra: fem nom /voc /acc dual——————Τανάγρᾱͅ, Τάναγραof Tanagra: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Τάναγρα
Τάναγραof Tanagra: fem nom /voc sg -
4 Τάναγρα
Τάναγρα city of Boiotia: test., Σ, Aesch., Eum., 11 ὁ δὲ Πίνδαρος ἐκ Τανάγρας τῆς Βοιωτίας (sc. φησι τὴν παραπομπὴν εἶναι τῷ Ἀπόλλωνι πρὸς Δελφούς ( Τεγύρας coni. Müller) fr. 286. -
5 Τάναγρα
Τάναγρα, ἡ, a town of Boeotia, Hdt.9.15, Th.1.108, etc. (on the accent, v. Hdn.Gr.1.265):—Adj. [full] Ταναγρ-ικός, ή, όν,A of Tanagra, Hdt.5.57, etc.:—[suff] ταναγρ-αῖος, ὁ, a man of Tanagra, X.HG5.4.49, etc.; Ταναγραίων φυή, prov. of enormous bulk, from a native of T., Ephor. 225 J.; fem. [suff] ταναγρ-ίς, ίδος, a woman of T., Corinn.20 (in poet. dat. Ταναγρίδεσσι); also [suff] ταναγρ-ική, Sophil.4.4:— ἡ ταναγραϊκή theGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Τάναγρα
-
6 Τανάγρᾳ
Βλ. λ. Τανάγρα -
7 τανάγρᾳ
Βλ. λ. τανάγρα -
8 τανάγρα
τανάγρ-α, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τανάγρα
-
9 Τανάγρας
Τανάγρᾱς, Τάναγραof Tanagra: fem acc plΤανάγρᾱς, Τάναγραof Tanagra: fem gen sg (attic doric aeolic) -
10 τανάγρας
τανάγρᾱς, τανάγραcopper: fem acc plτανάγρᾱς, τανάγραcopper: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 Τανάγραι
Τανάγρᾱͅ, Τάναγραof Tanagra: fem dat sg (attic doric aeolic) -
12 τανάγραι
τανάγρᾱͅ, τανάγραcopper: fem dat sg (attic doric aeolic) -
13 Τανάγραις
Τάναγραof Tanagra: fem dat pl -
14 Τανάγρης
Τάναγραof Tanagra: fem gen sg (epic ionic) -
15 Τάναγραν
Τάναγραof Tanagra: fem acc sg -
16 τανάγραις
τανάγραcopper: fem dat pl -
17 τανάγρης
τανάγραcopper: fem gen sg (epic ionic) -
18 Τανάγρη
-
19 Τανάγρῃ
-
20 τανάγρη
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τανάγρα — τανάγρᾱ , τανάγρα copper fem nom/voc/acc dual τανάγρᾱ , τανάγρα copper fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανάγρα — Τανάγρᾱ , Τάναγρα of Tanagra fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανάγρᾳ — Τανάγρᾱͅ , Τάναγρα of Tanagra fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανάγρᾳ — τανάγρᾱͅ , τανάγρα copper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τάναγρα — of Tanagra fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
τανάγρα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Θηβών, του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της επαρχίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας μεγαλύτερος οικισμός, η Παναγία (υψόμ. 155 μ.). Η … Dictionary of Greek
Τανάγρας — Τανάγρᾱς , Τάναγρα of Tanagra fem acc pl Τανάγρᾱς , Τάναγρα of Tanagra fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανάγρας — τανάγρᾱς , τανάγρα copper fem acc pl τανάγρᾱς , τανάγρα copper fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τανάγραι — Τανάγρᾱͅ , Τάναγρα of Tanagra fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τανάγραι — τανάγρᾱͅ , τανάγρα copper fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)