-
1 σῐδη
σῐ́δηGrammatical information: f.Meaning: `pomegranate (tree)' (Emp., Hp., Thphr.; Nic. also ῑ [metr. lengthening); also name of a Boeot. waterplant = νυμφαία (Thphr., Nic.); ξίμβαι ῥοιαί. (`streams, juice'?) Αἰολεῖς H.Other forms: -α (Boeot.; Schwyzer 30), - έαι pl. (Halaesa; after συκέαι a.o.), σίβδη (Call., H.). σίλβια σίδια H.Derivatives: σῐ́δ-ιον n. `pomegranate peel' (Hp., Ar., Thphr. a. o., σίλβια σίδια H.) with - ιο-ειδής 'σίδιον-like' (Hp.), - ιωτόν n. `medicine produced with σ.' (Paul. Aeg.), - όεις (Nic.), - ειος (Hdn. Gr.) `from the pomegranate peel'; Σῐδ-οῦς, - οῦντος (X. a. o.), - όεις, - όεντος (Euph. a. o.) m. place near Corinth.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained foreign word; cf. PN, e.g. Σίδη, Σίδυμα; also Alb. shegë `pomegranate' etc. in Bq and Schrader-Nehring Reallex. 1, 408 w. lit. S. also on σίδηρος. On the by-forms σίβδη and ξίμβαι also Brandenstein Minoica 80 ff. w. lit. Cf. on σίδηρος. -- Furnée (index!) accepts all forms ( σίβδη \< *σιϜδ-) as Pre-Greek, also ξίμβρα (286). (Unclear to me is ῥίμβαι ῥοιαὶ μεγάλαι. ἄμεινον δε διὰ τοῦ ξ ξίμβαι H.)Page in Frisk: 2,702-703Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σῐδη
См. также в других словарях:
κράγος — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη Λυκία. Πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη Σίδυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη γνωστή Αντιόχεια επί Κράγω. Τέλος, νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η πόλη σχετίζεται με τα αρχαία… … Dictionary of Greek
κραγός — I Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη Λυκία. Πολλοί ερευνητές την ταυτίζουν με τη μεταγενέστερη Σίδυμα, ενώ άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για τη γνωστή Αντιόχεια επί Κράγω. Τέλος, νεότεροι ερευνητές πιστεύουν ότι η πόλη σχετίζεται με τα αρχαία… … Dictionary of Greek