-
1 Σωτηρίχω
-
2 Σωτηρίχῳ
См. также в других словарях:
Σωτηρίχῳ — Σωτήριχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Σωτηρίχω
2 Σωτηρίχῳ
Σωτηρίχῳ — Σωτήριχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)