-
1 Σχοινῄς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σχοινῄς
-
2 σχοινίς
A = σχοινίον, rope, cord, Theoc.23.51.2 wall-decoration in form of a rope, Supp.Epigr.4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, OGI214.55 (ibid., iii B.C.).II v.l. for Σχοινῄς (q.v.), Lyc.832.------------------------------------σχοιν-ίς (B), ίδος [ῐ], poet. fem. ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σχοινίς
См. также в других словарях:
σχοινής — ῇδος, ἡ, Α [σχοῑνος] προσωνυμία τής Αφροδίτης … Dictionary of Greek
σχοινίς — (I) ίδος, ἡ, Α 1. το σχοινί 2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων 3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους 4. σχοινῄς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. σχιν ίς)]. (II) ίδος, ἡ, Α (ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος … Dictionary of Greek