-
1 Συριηγενης
См. также в других словарях:
συρογενής — ές, Μ αυτός που γεννήθηκε στη Συρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Συρία + συνδετικό φωνήεν ο + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. συριη γενής] … Dictionary of Greek
1 Συριηγενης
συρογενής — ές, Μ αυτός που γεννήθηκε στη Συρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Συρία + συνδετικό φωνήεν ο + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. συριη γενής] … Dictionary of Greek