-
1 Συριη-γενής
Συριη-γενής, ές, aus Syrien gebürtig, or. bei Her. 7, 140.
-
2 Συριηγενής
Συριη-γενής, ές, aus Syrien gebürtig
См. также в других словарях:
συρογενής — ές, Μ αυτός που γεννήθηκε στη Συρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Συρία + συνδετικό φωνήεν ο + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. συριη γενής] … Dictionary of Greek