-
1 Συριακοίς
-
2 Συριακοῖς
См. также в других словарях:
Συριακοῖς — Συριακός Syrian masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Συριακοίς
2 Συριακοῖς
Συριακοῖς — Συριακός Syrian masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)