Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Συρακοσία

См. также в других словарях:

  • Συρακοσία — Συρᾱκοσίᾱ , Συρακόσιος a Syracusan fem nom/voc/acc dual Συρᾱκοσίᾱ , Συρακόσιος a Syracusan fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Συρακοσίᾱ , Συρακοσία the territory of S. fem nom/voc/acc dual Συρακοσίᾱ , Συρακοσία the territory of S. fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακοσίᾳ — Συρᾱκοσίᾱͅ , Συρακόσιος a Syracusan fem dat sg (attic doric aeolic) Συρακοσίαι , Συρακοσία the territory of S. fem nom/voc pl Συρακοσίᾱͅ , Συρακοσία the territory of S. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακοσίας — Συρᾱκοσίᾱς , Συρακόσιος a Syracusan fem acc pl Συρᾱκοσίᾱς , Συρακόσιος a Syracusan fem gen sg (attic doric aeolic) Συρακοσίᾱς , Συρακοσία the territory of S. fem acc pl Συρακοσίᾱς , Συρακοσία the territory of S. fem gen sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακοσίαι — Συρᾱκοσίᾱͅ , Συρακόσιος a Syracusan fem dat sg (attic doric aeolic) Συρακοσία the territory of S. fem nom/voc pl Συρακοσίᾱͅ , Συρακοσία the territory of S. fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακοσίαν — Συρᾱκοσίᾱν , Συρακόσιος a Syracusan fem acc sg (attic doric aeolic) Συρακοσίᾱν , Συρακοσία the territory of S. fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακούσιος — και Συρακόσιος, α, ο / Συρακόσιος και Συρακούσιος, ία, ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. Συρακοσεύς, έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, ία, ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α [Συράκουσαι / Συράκοσαι] 1. αυτός που ανήκει ή… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • Συρακοσίαις — Συρᾱκοσίαις , Συρακόσιος a Syracusan fem dat pl Συρακοσία the territory of S. fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρακοσίης — Συρᾱκοσίης , Συρακόσιος a Syracusan fem gen sg (epic ionic) Συρακοσία the territory of S. fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»