Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Συρία

См. также в других словарях:

  • Συρία — Συρίᾱ , Σύριος of fem nom/voc/acc dual Συρίᾱ , Σύριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σῡρίᾱ , Σῦρος a Syrian fem nom/voc/acc dual (epic) Σῡρίᾱ , Σῦρος a Syrian fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) Συρίᾱ , Συρία Syrian fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρία — συρίᾱ , συρία garment fem nom/voc/acc dual συρίᾱ , συρία garment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρίᾳ — Συρίᾱͅ , Σύριος of fem dat sg (attic doric aeolic) Σῡρίαι , Σῦρος a Syrian fem nom/voc pl (epic) Σῡρίᾱͅ , Σῦρος a Syrian fem dat sg (attic epic doric aeolic) Συρίαι , Συρία Syrian fem nom/voc pl Συρίᾱͅ , Συρία Syrian fem dat sg (attic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρίᾳ — συρίᾱͅ , συρία garment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Σύρια — Σύριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κοίλη Συρία — Ονομασία, κατά την ελληνιστική περίοδο, εύφορης περιοχής στη Συρία που εκτεινόταν ανάμεσα στα όρη Λίβανος και Αντιλίβανος. Η περιοχή παρήγαγε σημαντικές ποσότητες ξυλείας, γι’ αυτό και οι διαμάχες των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου προκειμένου… …   Dictionary of Greek

  • Ξυρία — Συρίᾱ , Σύριος of fem nom/voc/acc dual Συρίᾱ , Σύριος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) Σῡρίᾱ , Σῦρος a Syrian fem nom/voc/acc dual (epic) Σῡρίᾱ , Σῦρος a Syrian fem nom/voc sg (attic epic doric aeolic) Συρίᾱ , Συρία Syrian fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ξυρίας — Συρίᾱς , Σύριος of fem acc pl Συρίᾱς , Σύριος of fem gen sg (attic doric aeolic) Σῡρίᾱς , Σῦρος a Syrian fem acc pl (epic) Σῡρίᾱς , Σῦρος a Syrian fem gen sg (attic epic doric aeolic) Συρίᾱς , Συρία Syrian fem acc pl Συρίᾱς , Συρία Syrian …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συρίας — Συρίᾱς , Σύριος of fem acc pl Συρίᾱς , Σύριος of fem gen sg (attic doric aeolic) Σῡρίᾱς , Σῦρος a Syrian fem acc pl (epic) Σῡρίᾱς , Σῦρος a Syrian fem gen sg (attic epic doric aeolic) Συρίᾱς , Συρία Syrian fem acc pl Συρίᾱς , Συρία Syrian …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»