-
1 στόμαργος
στόμαργ-ος, ον,A noisily prating, loud-tongued, A.Th. 447, S.El. 607; σ. γλωσσαλγία wearisome talkativeness, E.Med. 525:—the forms στομάργου, also [pref] στυμ- and [pref] στρυμ- are cited as vv. ll. for Στομάργεω or Στυμάργεω (gen. sg. of pr. n. Στομάργης orΣτυμάργης Hp.Epid.2.2.4
, 2.4.5 ) by Diosc. Gloss. and others ap.Gal.19.141,142. (- αργος perh. taken from γλώσς-αργος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόμαργος
См. также в других словарях:
στυμάργης — ὁ, Α βλ. στόμαργος … Dictionary of Greek
στόμαργος — και στύμαργος και στρύμαργος, ον, και στομάργης και στυμάργης, ὁ, Α 1. φλύαρος, πολυλογάς 2. (μόνον στον τ. στρύμαργος) (κατά τον Γαλ. στο Λεξ. Ιπποκρ.) «ὁ μανικός, ἐπτοημένος περὶ τὰ ἀφροδίσια». [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + ἀργός (Ι) «ταχύς, γρήγορος»… … Dictionary of Greek