-
1 Στρέψη
-
2 Στρέψῃ
-
3 στρέψη
στρέψιςa turning round: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————στρέφωAër.aor subj mid 2nd sgστρέφωAër.aor subj act 3rd sgστρέφωAër.fut ind mid 2nd sgστρέψηι, στρέψιςa turning round: fem dat sg (epic) -
4 στρέψῃ
Βλ. λ. στρέψη -
5 στρέψη
torsionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > στρέψη
-
6 torsion
στρέψη -
7 прочность
1. (крепкость, надёжность, устойчивость) η αντοχή, η ανθεκτικότηταместная - мор. τοπική -поперечная - мор. εγκάρσια -продольная - мор. διαμήκης -2. (неподверженность переменам, определённость) η σταθερότητα, η στερεότητα, ημονιμότητα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прочность
-
8 деформация
1. (изменение формы или размеров тела в целом) η παραμόρφωσηместная - η τοπική στρέβλωση, τοπική -2. (со-стояние тела) η καταπόνηση, η τάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > деформация
-
9 завивание
η στρέψηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > завивание
-
10 завивка
(образование закруглений на концах проволочной заготовки) η στρέψη (των άκρων των συρμάτων).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завивка
-
11 закрутка
1. (скручивание) η στρέψη 2. (приспособление для закручивания) το εργαλείο στρέψης 3. (потока газа, жидкости) η δίνη, ο στροβιλισμός (της ροής του αερίου, του υγρού).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закрутка
-
12 закручивание
1. (скручивание) η στρέψη 2. (аргд.) η δίνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > закручивание
-
13 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
14 крутка
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > крутка
-
15 кручение
η στρέψη, το γύρισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кручение
-
16 разрушение
1. (превращение в развалины) η καταστροφή, η συντριβή, το χάλασμα 2. (действие) το γκρέμισμα, η κατεδάφιση 3. мех. η θραύσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разрушение
-
17 скручивание
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скручивание
-
18 сопротивление
1. (свойство) η αντίσταση, η αντίδραση, η αντοχήповерхностное - της επιφάνειας, επιφανειακή -разрядное - προληπτική - των εκκενώσεων/εκφορτώσεων- сдвигу η αντοχή σε διάτρηση, η διατμική αντοχήтепловое - см. термическое -2. (резистор) о αντισ-τάτης 3. (аргд.) η οπισθέλκουσα του κύματοςбалансировочное (аргд.) η οπισθέλκουσαεξισορρόπησηвихревое - (аргд.) - τωνδινώνлобовое - (аргд.) η μετωπική οπισθέλκουσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопротивление
-
19 упругость
1. (свойство тела восстанавливать форму и объём) η ελαστικότηταη ευκαμψίαη ευλυγισία2.(пара) η πίεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > упругость
-
20 усталость
1. тех. (материалов) η καταπόνηση, η κόπωση 2. (утомлённость) η κούραση, η κόπωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > усталость
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στρέψη — Παραμόρφωση που υφίσταται ένα στερεό από τις δράσεις δύο ζευγών, ίσης και αντίθετης ροπής, τα οποία βρίσκονται σε επίπεδα δύο διάφορων εγκάρσιων τομών του ορισμένου σώματος. Με τις συνθήκες αυτές, το σώμα δεν υφίσταται περιστροφή στο σύνολό του,… … Dictionary of Greek
στρέψη — η γύρισμα, στροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρέψη — στρέψις a turning round fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στρέψῃ — Στρέψα fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρέψῃ — στρέφω Aër. aor subj mid 2nd sg στρέφω Aër. aor subj act 3rd sg στρέφω Aër. fut ind mid 2nd sg στρέψηι , στρέψις a turning round fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νηματουργία — Οι διαδοχικές αναγκαίες επεξεργασίες που υφίστανται οι νιφάδες ινών (δηλαδή ίνες περιορισμένου μήκους, το πολύ 200 250 χιλιοστά) για να μετατραπούν σε ελαστικά και ανθεκτικά νήματα. Το νήμα μπορεί να θεωρηθεί ως κυλινδρικό σύμπλεγμα ινών με… … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek