-
1 λιμν-ώδης
λιμν-ώδης, sumpfartig, sumpfig, τόποι, Pol. 3, 28, 8 u. Sp.; – τὸ λιμνῶδες τοῦ Στρυμόνος verbindet Thuc. 5, 7.
-
2 ῥεῖθρον
ῥεῖθρον, τό, att. zsgz. aus dem ion., auch bei Dichtern gew. ῥέεϑρον, das Fließende, der Fluß, daher im plur. die Fluthen; Hom. ποταμῶν, Il. 14, 245; ἐρατεινὰ ποταμοῖο, 21, 218; h. 18, 9 steht ῥεῖϑρα; παρὰ ῥέεϑρον Ἀλφεοῠ, Pind. Ol. 9, 18, sonst immer im plur., Ἀσωποῠ, Δίρκας, Εὐρώτα, N. 9, 9 I. 1, 29. 4, 33; Στρυμόνος, Aesch. Pers. 497; ῥεῖϑρον, Prom. 792; auch von Blut, Ag. 203; Soph. immer im plur., wie Eur., der El. 794 die gew. Form, sonst ῥέεϑρα, hat, Xen. Cyn. 5, 15 u. Folgde; bes. von kleinen Flüssen u. Bächen, wie Pol. 3, 70, 1. 4, 41, 7. Auch das Flußbett, Her. 1, 186. 191. 2, 11. 7, 109. 130; Plut. Sull. 16.
См. также в других словарях:
Στρυμόνος — Στρῡμόνος , Στρυμών the Strymon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Фем — Фемы в 950 году … Википедия
Фема — Фемы Византийской империи в 1025 году. Фема (греч … Википедия
Strymon (thème) — Pour les articles homonymes, voir Strymon (homonymie). Le thème de Strymon (en grec : θέμα Στρυμόνος) est un thème byzantin (une province civile et militaire) situé dans la région correspondant à l actuelle Macédoine grecque. Il comprend la… … Wikipédia en Français
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
λιμνώδης — ες (Α λιμνώδης, ῶδες) [λίμνη] (για τόπο) γεμάτος λίμνες, ελώδης, τεναγώδης νεοελλ. αυτός που μοιάζει με λίμνη αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιμνῶδες ελώδες έδαφος («τὸ λιμνῶδες τοῡ Στρυμόνος», Θουκ.) … Dictionary of Greek
νήστις — (I) νῆστις, ἡ (Α) βλ. νήστιδα. (II) ο, η (Α νῆστις, γεν. ιος και ιδος) (για πρόσ.) αυτός που δεν τρώει, νηστικός αρχ. 1. αυτός που επιφέρει νηστεία («πνοαὶ δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι κακόσχολοι, νήστιδες, δύσορμοι», Αισχύλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. (με… … Dictionary of Greek
πνοή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. πνοά, επικ. τ. πνοιή, λυρ. τ. πνοιά Α 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού πνέω, φύσημα 2. αύρα, άνεμος (α. «η θερμή πνοή τού ανέμου τής χάιδευε το πρόσωπο» β. «πνοαί δ ἀπὸ Στρυμόνος μολοῡσαι», Αισχύλ.) 3. αναπνοή (α. «είχεν πνοή… … Dictionary of Greek
ρείθρο — το / ῥεῑθρον, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥέεθρον Α ρυάκι, ρεύμα νερού (α. «Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ. β. «ῥέεθρον ἁγνοῡ Στρυμόνος», Αισχύλ. γ. «ἐκτρέψασα τοῡ ποταμοῡ τὸ ῥέεθρον», Ηρόδ.) 2. η κοίτη τού ποταμού, η ροή τού ποταμού μέσα… … Dictionary of Greek