Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Στησιχόρειος

См. также в других словарях:

  • Στησιχόρειος — establishing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στησιχόρειος — α, ο / στησιχόρειος, ον, ΝΑ [Στησίχορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Στησίχορο («στησιχόρειος καινοτομία», Πλούτ.) 2. φρ. α) «στησιχόρειο(ν) μέτρο(ν)» μέτρο που απαρτίζεται από δάκτυλο και επίτριτο, αλλ. δακτυλ(ο)επίτριτος …   Dictionary of Greek

  • Στησιχόρειον — Στησιχόρειος establishing masc/fem acc sg Στησιχόρειος establishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στησιχορείοις — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στησιχορείου — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Στησιχορείων — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»