-
1 Στησιχορειος
-
2 Στησιχόρειος
Στησιχόρειοςestablishing: masc /fem nom sg -
3 Στησιχόρειον
Στησιχόρειοςestablishing: masc /fem acc sgΣτησιχόρειοςestablishing: neut nom /voc /acc sg -
4 Στησιχορείοις
Στησιχόρειοςestablishing: masc /fem /neut dat pl -
5 Στησιχορείου
Στησιχόρειοςestablishing: masc /fem /neut gen sg -
6 Στησιχορείων
Στησιχόρειοςestablishing: masc /fem /neut gen pl -
7 στησίχορος
στησί-χορος, ον,A establishing or leading χοροί:—hence as pr. n., [full] Στησίχορος, [dialect] Dor. [full] Στᾱς-, ὁ, the Lyric poet Stesichorus, Simon.53, Pl.Phdr. 243a: prov., οὐδὲ τὰ τρία Στησιχόρου (i.e. strophe, antistrophos, epode) γνῶναι, of illiterate persons, Diogenian.7.14:—Adj. [full] Στησιχόρειος, ον, Plu.2.1135c, etc.2 a throw of the dice which showed eight pips, said to be named from the eight-sided monument of the poet at Himera, Poll. 9.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στησίχορος
См. также в других словарях:
Στησιχόρειος — establishing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στησιχόρειος — α, ο / στησιχόρειος, ον, ΝΑ [Στησίχορος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λυρικό ποιητή Στησίχορο («στησιχόρειος καινοτομία», Πλούτ.) 2. φρ. α) «στησιχόρειο(ν) μέτρο(ν)» μέτρο που απαρτίζεται από δάκτυλο και επίτριτο, αλλ. δακτυλ(ο)επίτριτος … Dictionary of Greek
Στησιχόρειον — Στησιχόρειος establishing masc/fem acc sg Στησιχόρειος establishing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στησιχορείοις — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στησιχορείου — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στησιχορείων — Στησιχόρειος establishing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)