-
1 Στησίλειος
A founded or dedicated byΣτησίλεως, σκάφιον Inscr.Délos 369
A 9 (iii B.C.), etc.: also [full] Στησίλειον, τό (sc. ποτήριον), IG11(2).132.18 (ii B.C.), etc.; neut. pl. [full] Στησίλεια, τά, games founded by S., Inscr.Délos 366 A 133 (iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Στησίλειος
См. также в других словарях:
στησίλειος — εία, ον, Α [Στησίλεως / Στησίλαος] 1. αυτός που ιδρύθηκε ή αφιερώθηκε από τον Στησίλεω, Αθηναίο στρατηγό στη μάχη τού Μαραθώνα (α. «Στησίλειον σκάφιον», επιγρ. β. «Στησίλειον ποτήριον», επιγρ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Στησίλεια αγώνες που… … Dictionary of Greek