-
1 Σπάρτη
Grammatical information: f.Meaning: capital of Laconia (Δ 52).Other forms: Dor. -τᾱDerivatives: Σπαρτ-ιάτης, f. - ιᾶτις, Ion. - ιήτης, - ιῆτις `Spartan (m\/f)' (IA), after οἰκιή-της, πολι-ήτης (Schwyzer 500 w. lit.), with - ιατικός, - ιητικός (Hdt. etc.; Fraenkel Nom. ag. 1, 209, Chantraine Études 122).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Appellative meaning unknown; so without etymology. On the attempts to connect the word as IE with σπείρω or σπάρτη or the plantname σπάρτος, s. Bölte P.-W. II: 3, 1272f. For Pre-Greek origin Heubeck Beitr. zur Namenforsch. 1, 280 and Gnomon 21, 203.Page in Frisk: 2,758Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Σπάρτη
См. также в других словарях:
Κορφιάτης — ο, θηλ. Κορφιάτισσα (Μ Κορφιάτης, θηλ. ισσα) αυτός που κατάγεται από τους Κoρφούς, από την Κέρκυρα, ο Κερκυραίος νεοελλ. (το αρσ. ως προσηγορικό) ο κορφιάτης είδος σταφυλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τoπων. Κορφοί + κατάλ. ιάτης (πρβλ. Μαν ιάτης, Σπαρτ… … Dictionary of Greek
-της — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη πλήθους αρσενικών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία έχει προέλθει από ΙΕ κατάληξη σε t (πρβλ. αρχαίο ινδικό pariksi t, ομηρικό περι κτί ται) επεκτεταμένη με φωνήεν ᾱ / η . Η κατάληξη της χρησιμοποιήθηκε για … Dictionary of Greek