-
1 Σπαρτιατης
-
2 Σπαρτιάτης
Σπαρτιά̱της, Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc nom sg -
3 Σπαρτιάτης
ο, Σπαρτιάτισσα и Σπαρτιάτις (-ιδος) η спартан|ец, -ка -
4 Σπαρτιάτης
-
5 Σπαρτιητέων
Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc gen pl (epic ionic) -
6 Σπαρτιήτην
Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc acc sg (attic epic ionic) -
7 Σπαρτιήτης
Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc nom sg (ionic) -
8 Σπαρτιήτα
Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc voc sg (ionic)Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc nom sg (epic ionic) -
9 Σπαρτιῆτα
Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc voc sg (ionic)Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc nom sg (epic ionic) -
10 Σπαρτιάτας
Σπαρτιά̱τᾱς, Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc acc plΣπαρτιά̱τᾱς, Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc nom sg (epic doric aeolic) -
11 Σπαρτιήτας
Σπαρτιήτᾱς, Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc acc pl (ionic)Σπαρτιήτᾱς, Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc nom sg (epic doric ionic aeolic) -
12 Σπαρτιατικος
31) [Σπάρτη] спартанский Her. etc.2) [Σπαρτιάτης] спартиатский Her., Luc. -
13 Σπαρτιάται
-
14 Σπαρτιᾶται
-
15 Σπαρτιήται
-
16 Σπαρτιῆται
-
17 Σπαρτιατών
-
18 Σπαρτιατῶν
-
19 Σπαρτιάται
Σπαρτιά̱τᾱͅ, Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc dat sg (doric aeolic) -
20 Σπαρτιάταις
Σπαρτιά̱ταις, Σπαρτιάτηςfrom Sparta: masc dat pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σπαρτιάτης — Σπαρτιά̱της , Σπαρτιάτης from Sparta masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαρτιάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. Σπαρτιάτισσα, Ν, και Σπαρτιάτις, ιδος, ΜΑ, και ιων. τ. Σπαρτιήτης Α 1. ο κάτοικος τής Σπάρτης, αυτός που κατάγεται από τη Σπάρτη 2. (στην αρχαιότητα) ο πολίτης τής Λακεδαίμονος που είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτη … Dictionary of Greek
Σπαρτιάτης — ο θηλ. Σπαρτιάτισσα κάτοικος της Σπάρτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ταλθύβιος — Σπαρτιάτης, κήρυκας και υπηρέτης του Αγαμέμνονα, τον οποίο τιμούσαν ως ήρωα στη Σπάρτη. Μετά τον Τρωικό πόλεμο οδήγησε άποικους στην Κρήτη, όπου έχτισε την Τεγέα. Τάφος και μνημεία του Τ. υπήρχαν στη Σπάρτη. Επειδή οι Σπαρτιάτες σκότωσαν τους… … Dictionary of Greek
Σπαρτιῆτα — Σπαρτιάτης from Sparta masc voc sg (ionic) Σπαρτιάτης from Sparta masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαλκιδεύς — Σπαρτιάτης ναύαρχος, μαζί με τον οποίο ο Αλκιβιάδης, μετά την ήττα των Αθηναίων στη Σικελία (412 π.Χ.), ξεσήκωσε τους Ίωνες συμμάχους των Αθηναίων, να επαναστατήσουν. Αρχικά κατόρθωσε να ξεσηκώσει τη Χίο, τις Ερυθρές και τις Κλαζομενές, έπειτα δε … Dictionary of Greek
Παντεύς (-έας) — Σπαρτιάτης ωραίος στη μορφή και ηρωικός στο φρόνημα, φίλος του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη του Γ’. Ο Π. πολέμησε στην πολιορκία της Μεγαλόπολης και μπήκε πρώτος στην πόλη με δυο τάγματα Σπαρτιατών. Ακολούθησε τον βασιλιά Κλεομένη Γ’ στην Αίγυπτο … Dictionary of Greek
Ραμφίας — Σπαρτιάτης που έπαιξε σημαντικό ρόλο στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Πληροφορίες γι’ αυτόν υπάρχουν στα κείμενα του Θουκυδίδη. Το 432 π.Χ., ο Ρ., μαζί με τον Αγήσανδρο και τον Μελήσιππο, αποτελούσαν την τελευταία πρεσβεία της Σπάρτης που πήγε στην… … Dictionary of Greek
Σφοδρίας — Σπαρτιάτης πρόκριτος, αρμοστής στις Θεσπιές, με την εντολή να συγκροτήσει μισθοφορικό στρατό (378 π.Χ.). Ο Σ. επιχείρησε, χωρίς την άδεια της Σπάρτης, να καταλάβει τον Πειραιά, σε εποχή που η Σπάρτη δε βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση με την Αθήνα … Dictionary of Greek
Σπαρτιητέων — Σπαρτιάτης from Sparta masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σπαρτιᾶται — Σπαρτιάτης from Sparta masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)