-
1 Σμυρναίος
-
2 Σμυρναῖος
-
3 σμυρναίος
-
4 σμυρναῖος
-
5 Σμυρναῖος
Σμυρναῑος an inhabitant of Smyrna. καὶ λιπαρῷ Σμυρναίων ἄστει (Boeckh: Σμυρναίῳ codd.) fr. 204. cf. test., s. v. Ὅμηρος fr. 264. -
6 Σμυρναῖος
Σμυρναῖος, α, ον coming from Smyrna ὁ Σ. the Smyrnaean (Pind., Hdt. et al.; ins) pl. Rv 2:8 v.l.; IMg 15; ITr 13:1; IPhld 11:2; ISm 13:2 subsc; IPol ins.—New Docs 3, 52f (CHemer). -
7 σμυρναῖος
A of myrrh, AP4.1.29 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σμυρναῖος
-
8 Σμυρναίον
-
9 Σμυρναῖον
-
10 Σμυρναία
Σμυρναί̱ᾱ, Σμυρναῖοςof Smyrna: fem nom /voc /acc dualΣμυρναί̱ᾱ, Σμυρναῖοςof Smyrna: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 Σμυρναίων
Σμυρναί̱ων, Σμυρναῖοςof Smyrna: fem gen plΣμυρναί̱ων, Σμυρναῖοςof Smyrna: masc /neut gen pl -
12 σμυρναίον
-
13 σμυρναῖον
-
14 σμυρναία
σμυρναί̱ᾱ, σμυρναῖοςof Smyrna: fem nom /voc /acc dualσμυρναί̱ᾱ, σμυρναῖοςof Smyrna: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
15 σμυρναίων
σμυρναί̱ων, σμυρναῖοςof Smyrna: fem gen plσμυρναί̱ων, σμυρναῖοςof Smyrna: masc /neut gen pl -
16 Σμυρναίαι
-
17 Σμυρναῖαι
-
18 Σμυρναίοι
-
19 Σμυρναῖοι
-
20 Σμυρναίαν
Σμυρναί̱ᾱν, Σμυρναῖοςof Smyrna: fem acc sg (attic doric aeolic)
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Σμυρναῖος — of Smyrna masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυρναῖος — of Smyrna masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμυρναίος — ο, θηλ. Σμυρναία / Σμυρναῑος, θηλ. Σμυρναία, ΝΜΑ ο κάτοικος τής Σμύρνης ή αυτός που κατάγεται από τη Σμύρνη, αλλ. Σμυρνιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σμύρνη + κατάλ. αῖος (πρβλ. Ρωμ αίος)] … Dictionary of Greek
σμυρναίος — αία, ον, Α [σμύρνα] παρασκευασμένος από σμύρνα … Dictionary of Greek
Σμυρναίος — ο θηλ. Σμυρναία και Σμυρνιός, ο θηλ. Σμυρνιά κάτοικος της Σμύρνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κόιντος ο Σμυρναίος — (4ος αι. μ.Χ.). Επικός ποιητής από τη Σμύρνη. Έγραψε ένα ποίημα με τίτλο Τα μεθ’ Όμηρον ή Παραλειπόμενα Ομήρου, το οποίο απαρτιζόταν από 14 βιβλία και περιέγραφε τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην περίοδο μεταξύ του τέλους της Ιλιάδας και της… … Dictionary of Greek
Φιλόκαλλος Σμυρναίος — Δεκαπενθήμερο λογοτεχνικό περιοδικό που εκδιδόταν στη Σμύρνη (1858 90). Στο περιοδικό αυτό καταχωρήθηκαν αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα, ενδεικτικά της υψηλής πνευματικής στάθμης του ελληνισμού της Μικράς Ασίας … Dictionary of Greek
Σμυρναῖον — Σμυρναῖος of Smyrna masc acc sg Σμυρναῖος of Smyrna neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυρναῖον — σμυρναῖος of Smyrna masc acc sg σμυρναῖος of Smyrna neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σμυρναῖαι — Σμυρναῖος of Smyrna fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σμυρναῖαι — σμυρναῖος of Smyrna fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)