Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Σκύριος

См. также в других словарях:

  • Σκύριος — of masc nom sg Σκύριος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκύριος — ια, ιο / σκύριος, ία, ιον, ΝΜΑ [Σκύρος] νεοελλ. σκυριανός μσν. αρχ. φρ. α) «Σκυρία ἀρχή» ανώφελο, μάταιο απόκτημα β) «Σκυρία δίκη» αυστηρή τιμωρία, όπως ήταν η εξορία στη Σκύρο …   Dictionary of Greek

  • Σκυρίων — Σκύριος of fem gen pl Σκύριος of masc/neut gen pl Σκύριος of masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύριον — Σκύριος of masc acc sg Σκύριος of neut nom/voc/acc sg Σκύριος of masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυρίοις — Σκύριος of masc/neut dat pl Σκύριος of masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυρίου — Σκύριος of masc/neut gen sg Σκύριος of masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκυρίους — Σκύριος of masc acc pl Σκύριος of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύριοι — Σκύριος of masc nom/voc pl Σκύριος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάμμων — Σκύριος που κατέστρεψε την κατασκευασμένη από πέτρες στήλη που έστησε ο Ξέρξης ανάμεσα στη Σκιάθο και στη Μαγνησία για να επισημάνει την ύφαλο του Μύρμηκα, που σήμερα λέγεται Λευτέρης. Ογκόλιθους από τη στήλη αυτή βρήκε και ανέλκυσε ο πλοίαρχος Σ …   Dictionary of Greek

  • Σκυρίαις — Σκύριος of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκύριαι — Σκύριος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»