-
1 Σκύριος
Σκύριοςof: masc nom sgΣκύριοςof: masc nom sg -
2 Σκυριος
-
3 Σκύριος
1 of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4. -
4 Σκύριος
-
5 Σκυρίων
Σκύριοςof: fem gen plΣκύριοςof: masc /neut gen plΣκύριοςof: masc gen pl -
6 Σκύριον
Σκύριοςof: masc acc sgΣκύριοςof: neut nom /voc /acc sgΣκύριοςof: masc acc sg -
7 Σκυρίοις
Σκύριοςof: masc /neut dat plΣκύριοςof: masc dat pl -
8 Σκυρίου
Σκύριοςof: masc /neut gen sgΣκύριοςof: masc gen sg -
9 Σκυρίους
Σκύριοςof: masc acc plΣκύριοςof: masc acc pl -
10 Σκύριοι
Σκύριοςof: masc nom /voc plΣκύριοςof: masc nom /voc pl -
11 Σκυρίαις
Σκύριοςof: fem dat pl -
12 Σκύριαι
Σκύριοςof: fem nom /voc pl -
13 Σκυρία
Σκυρίᾱ, Σκύριοςof: fem nom /voc /acc dualΣκυρίᾱ, Σκύριοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
14 Σκυρίας
Σκυρίᾱς, Σκύριοςof: fem acc plΣκυρίᾱς, Σκύριοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 Σκῦρος
AΣ. αἰπεῖα Il.9.668
:—Adj. [full] Σκύριος, α, ον, of or from Scyros, Pi.Fr. 106; ἀρχὴ Σ., prov. of a useless acquisition, Lib.Ep. 1200, Eust.782.52: [full] Σκύριος, ὁ, a Scyrian, Hdt. 7.183, etc.; Σκυρία δίκη, a lawsuit in which the defendant pleaded absence in Scyros, Com.Adesp.902: [full] Σκῡρόθεν, Adv. from Scyros, Il.19.332. -
16 Σκυρίαι
Σκυρίᾱͅ, Σκύριοςof: fem dat sg (attic doric aeolic) -
17 Σκυρίαν
Σκυρίᾱν, Σκύριοςof: fem acc sg (attic doric aeolic)
См. также в других словарях:
Σκύριος — of masc nom sg Σκύριος of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκύριος — ια, ιο / σκύριος, ία, ιον, ΝΜΑ [Σκύρος] νεοελλ. σκυριανός μσν. αρχ. φρ. α) «Σκυρία ἀρχή» ανώφελο, μάταιο απόκτημα β) «Σκυρία δίκη» αυστηρή τιμωρία, όπως ήταν η εξορία στη Σκύρο … Dictionary of Greek
Σκυρίων — Σκύριος of fem gen pl Σκύριος of masc/neut gen pl Σκύριος of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύριον — Σκύριος of masc acc sg Σκύριος of neut nom/voc/acc sg Σκύριος of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυρίοις — Σκύριος of masc/neut dat pl Σκύριος of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυρίου — Σκύριος of masc/neut gen sg Σκύριος of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυρίους — Σκύριος of masc acc pl Σκύριος of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύριοι — Σκύριος of masc nom/voc pl Σκύριος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάμμων — Σκύριος που κατέστρεψε την κατασκευασμένη από πέτρες στήλη που έστησε ο Ξέρξης ανάμεσα στη Σκιάθο και στη Μαγνησία για να επισημάνει την ύφαλο του Μύρμηκα, που σήμερα λέγεται Λευτέρης. Ογκόλιθους από τη στήλη αυτή βρήκε και ανέλκυσε ο πλοίαρχος Σ … Dictionary of Greek
Σκυρίαις — Σκύριος of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύριαι — Σκύριος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)