-
1 Σκυβελίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σκυβελίτης
См. также в других словарях:
σκυβελίτης — ὁ, Α (ενν. οἶνος) κρασί που προέρχεται από χυμό ο οποίος στάζει από τα ώριμα σταφύλια και όχι από τη σύνθλιψή τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύβελα, περιοχή τής Παμφυλίας + κατάλ. ίτης* (πρβλ. μηλ ίτης)] … Dictionary of Greek