-
1 σκιταλίζω
σκιταλίζω, ein wollüstiges Verlangen haben, zeigen, πρὸς τὰς περιβολάς, Long. 3, 13; vgl. Σκίταλοι in nom. pr.
См. также в других словарях:
Σκίταλοι — Σκίτᾱλοι , Σκίταλοι masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκίταλοι — οἱ, ΝΑ μυθ. πονηροί δαίμονες, λάγνοι και φιλήδονοι, προστάτες τών απατεώνων εμπόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. (πρβλ. Κόβαλοι «κακοποιά δαιμονικά όντα»). Κατά μία άποψη, ο τ. παράγεται από το όνομα Σκίτων] … Dictionary of Greek
Σκίτων — ὁ, Α κωμική ονομασία βυρσοδέψη στον Αριστοφάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Σκίταλοι] … Dictionary of Greek
σκιταλίζω — Α [Σκίταλοι] είμαι λάγνος … Dictionary of Greek