Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

Σκίρος

См. также в других словарях:

  • σκιρός — hard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκῖρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκῖρος — hard masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίρος — ο / σκῑρος, ΝΑ, και σκίρρος Ν, και σκῡρος, και σκεῑρος, και σκῑρα ή σκίρα, τὰ, Α νεοελλ. (συν. στον τ. σκίρρος) μορφή καρκινώματος που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σκληρότητα, η οποία οφείλεται σε αφθονία ινώδους ιστού στη θεμέλια ουσία του μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • σκιρός — ά, όν, Α [σκῑρος] 1. (για βαμμένο σίδηρο) σκληρός 2. (για νόσο) καρκινοειδής 3. μτφ. (για άνθρωπο ή θεό) σκληρός, ανήλεος …   Dictionary of Greek

  • σκιρά — σκιρός hard neut nom/voc/acc pl σκιρά̱ , σκιρός hard fem nom/voc/acc dual σκιρά̱ , σκιρός hard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρόν — σκιρός hard masc acc sg σκιρός hard neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκίρους — Σκίρος masc acc pl Σκί̱ρους , Σκῖρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιροῖς — σκιρός hard masc/neut dat pl σκιρόω pres opt act 2nd sg σκιρόω pres subj act 2nd sg σκιρόω pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιρούς — σκιρός hard masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»