-
1 Σιμωνίδειος
Σιμωνίδειοςof: masc /fem nom sg -
2 Σιμωνίδειον
Σιμωνίδειοςof: masc /fem acc sgΣιμωνίδειοςof: neut nom /voc /acc sg -
3 Σιμωνίδεια
Σιμωνίδειοςof: neut nom /voc /acc pl -
4 Σιμωνίδης
A- ίδη AP6.213
(Simon.):— Simonides, Hdt.5.102, Pl.Prt. 339a, etc.:—Adj. [full] Σιμωνίδειος, ον, of or like Simonides,τρόπος Plu.2.1137f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σιμωνίδης
См. также в других словарях:
Σιμωνίδειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιμωνίδειος — α, ο / σιμωνίδειος, ον, ΝΑ [Σιμωνίδης] αυτός που ανήκει ή επινοήθηκε από τον ποιητή Σιμωνίδη τού Κείου, ή που μοιάζει με τη στιχουργία και το ύφος του («σιμωνίδειο[ν] μέτρο[ν]» μετρικό σχήμα που ονομάζεται και δακτυλεπίτριτος και έχει τη μορφή ∪… … Dictionary of Greek
Σιμωνίδειον — Σιμωνίδειος of masc/fem acc sg Σιμωνίδειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιμωνίδεια — Σιμωνίδειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)