-
1 Σιλεντιαριος
(Παῦλος) ὅ Павел Силентиарий (греч. поэт) Anth.
См. также в других словарях:
Σιλεντιάριος — who looked to the quiet masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιλεντιάριος — ὁ, ΜΑ, και σελεντάριος Μ αξιωματούχος τής Αυλής στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, επιφορτισμένος με την τήρηση τής ησυχίας κατά την παρουσία τού αυτοκράτορα («σιλεντιάριοι, οἱ βασιλεῑ ἐν παλατίῳ τὰ εἰς τὴν ἡσυχίαν ὑπηρετοῡντες», Προκ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Σιλεντιαρίοις — Σιλεντιάριος who looked to the quiet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιλεντιαρίου — Σιλεντιάριος who looked to the quiet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιλεντιαρίους — Σιλεντιάριος who looked to the quiet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιλεντιαρίων — Σιλεντιάριος who looked to the quiet masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιλεντιαρίῳ — Σιλεντιάριος who looked to the quiet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιλεντιάριοι — Σιλεντιάριος who looked to the quiet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σιλεντιάριον — Σιλεντιάριος who looked to the quiet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… … Dictionary of Greek
Byzantine aristocracy and bureaucracy — The Byzantine Empire had a complex system of aristocracy and bureaucracy, which was inherited from the Roman Empire. At the apex of the pyramid stood the Emperor, sole ruler and divinely ordained, but beneath him a multitude of officials and… … Wikipedia