-
1 Σεβαστοφόροι
Σεβαστο-φόροι, οἱ, perh.A priests in the cult of the Roman Emperor, Lyd.Mens.4.138: later (sg.), an official in Egypt, Sammelb.4663 (vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Σεβαστοφόροι
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek