-
1 σιγύνης
A spear, Hdt.5.9, Opp.C.1.152; also [full] σίγῡνος, ὁ, A.R.2.99, AP6.176 codd. (Maced.); [full] σίγῡνον, τό, Arist.Po. 1457b6, AP7.578 (Agath.); and in Lyc.556, [full] σίγυμνον (in dat. -ῳ).—Cyprian acc. to Hdt. and Arist. Il. cc., Scythian acc. to Sch.Par.A.R.4.320 (cf. 111).II σιγνης among the Ligyes near Marseilles was used for κάπηλος, Hdt. l.c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιγύνης
См. также в других словарях:
Σίγυνναι — και Σίγυννοι και Σίγιννοι, οἱ, Α λαός που κατοικούσε στον μέσο ρου τού Δούναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σιγύν(ν)ης] … Dictionary of Greek
σιγύν(ν)ης — και σίγυνος, ὁ, Α 1. λόγχη, δόρυ («σιγύννας... καλέουσι... Κύπριοι τὰ δόρατα», Ηρόδ.) 2. κάπηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης προέλευσης. Η λ. σιγύνης συνδέεχαι με τους τ. Σιγύνναι / Σίγυννοι / Σίγιννοι «περσ. φυλή που… … Dictionary of Greek