-
1 Ρουμάνος
ο, Ρουμάνα и Ρουμανίδα [-ίς (-ίδος)] η румын, -ка -
2 румын
-
3 румын
румынм ὁ Ρουμάνος. -
4 румын
[ρουμύν] ουσ. α Ρουμάνος -
5 румын
[ρουμύν] ουσ α Ρουμάνος -
6 румын
-а, πλθ. -мыны, -мын, -ка, -и θ.ρουμάνος, -α-ίδα.
См. также в других словарях:
Ρουμάνος — ο θηλ. α ο κάτοικος της Ρουμανίας ή εκείνος που κατάγεται απ αυτή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ρακόφσκι, Κρίστιαν — Ρουμάνος μαρξιστής. Γεννήθηκε το 1873. Σπούδασε ιατρική στο Βουκουρέστι, Βιέννη και Μονπελιέ. Διευθυντής (;;;) στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου πόλεμου, πήρε μέρος στην αντιπολεμική κίνηση του συνεδρίου της Τσίμερβαλντ. Φυλακίστηκε από τις… … Dictionary of Greek
Ιστράτι, Παναΐτ — (Panait Istrati, Βράιλα 1884 – Βουκουρέστι 1935). Ρουμάνος συγγραφέας ελληνικής καταγωγής, που αναφέρεται και με το ελληνικό του όνομα Γεράσιμος Βαλσάμης. Ο πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Βαλσάμης από την Κεφαλονιά και η μητέρα του η Ζωίτσα Ιστράτι… … Dictionary of Greek
Τσαουσέσκου, Νικολάε — (Σκορνιτσέστι 1918 – 1989). Ρουμάνος πολιτικός. Όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο στο Σκορνιτσέστι, αναγκάστηκε, για λόγους οικονομικούς, να αναζητήσει εργασία στο Βουκουρέστι (1929). Η περίοδος αυτή του βίου του συμπίπτει με το μεγάλο κραχ της… … Dictionary of Greek
Τσελιμπιντάκε, Σέργιος — (Ρόμαν, Μολδαβία 1912). Ρουμάνος διευθυντής ορχήστρας, ελληνικής ίσως καταγωγής Eμφανίστηκε για πρώτη φορά το 1942 και, ύστερα από τρία χρόνια, διηύθυνε τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου. Ερμηνεύοντας στην αρχή κάπως ελεύθερα το μουσικό… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
Αλεξαντρέσκου, Γκριγκόρι — (Grigori Alexandrescu, Τιργοβίστα 1812 – Βουκουρέστι 1885). Ρουμάνος ποιητής και πολιτικός. Κατατάχτηκε για ένα διάστημα στον στρατό, τον οποίο γρήγορα εγκατέλειψε για να αφοσιωθεί στην πολιτική και την ποίηση. Έγινε μέλος της Φιλαρμονικής… … Dictionary of Greek
Αλεξάντρι, Βασίλι — (Alecsandri, 1819 – 1890). Ρουμάνος ποιητής, δραματικός συγγραφέας και πολιτικός. Θεωρείται από τους θεμελιωτές της σύγχρονης ρουμανικής λογοτεχνίας. Σπούδασε νομικά και ιατρική στη Γαλλία, επισκέφθηκε την Ελλάδα και την Ιταλία και υπηρέτησε την… … Dictionary of Greek
Αντονέσκου, Ίον — (Ion Antonescu, 1882 – 1946). Ρουμάνος στρατηγός και πολιτικός.Υπήρξε μέλος του γενικού επιτελείου της χώρας του κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και στρατιωτικός ακόλουθος στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1933 έγινε αρχηγός του γενικού επιτελείου… … Dictionary of Greek
Αντρεέσκου, Ίον — (Ion Andreescu, 1850 – 1882). Ρουμάνος ζωγράφος. Στο Παρίσι, όπου πήγε το 1878, ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για την τεχνοτροπία του Κουρμπέ και των ιμπρεσιονιστών. Η γνωριμία του με τη ζωγραφική αυτή τον οδήγησε να εγκαταλείψει την υστεροβυζαντινή… … Dictionary of Greek
Βλαδιμιρέσκου, Τεοντόρ — (Theodore Vladimirescu, ; – 1821). Ρουμάνος στρατιωτικός, με συμμετοχή στο κίνημα της Μολδοβλαχίας. Γεννήθηκε στο χωριό Μεχωνδίσιο της Μικρής Βλαχίας. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο υπηρέτησε τους Ρώσους ως αρχηγός εθελοντικού σώματος (1806). Γι’ αυτή… … Dictionary of Greek