-
1 Πυθιάς
II as Subst.,1 (sc. ἱέρεια), = Πυθία, the Pythian priestess, Plu.2.295d; Π. προφῆτις, one of the dramatis personae in A.Eu..2 (sc. ἑορτή), the celebration of the Pythian games, Pi.P.1.32, 5.21, IG14.747 ([place name] Naples); ἁ Πυθιὰς ἁ ἱαρἀ, ἁ ἱερομηνία ἁ Πυθιάς, ib.22.1126.38,44.3 (sc. νίκη), Pythian victory,ἐνίκησε.. Πυθιάδας ἕξ Paus.6.14.10
, cf. 10.7.4.4 (sc. πομπή), sacred mission from Athens to Delphi, Ephor.31 J., dub. in SIG 296 (Delph., iv B.C.): leg. Πυθαΐς.5 (sc. ὁδός), sacred way from Delphi to Tempe, Ael.VH3.1. -
2 Πυθιας
I(βοά Soph.; νίκη Plat.)
II- άδος ἥ1) (sc. ἱέρεια) Aesch., Plut. = ἥ Πυθία2) (sc. ἑορτή) Pind. = τὰ Πύθια3) пифиада ( четырехлетний промежуток между двумя смежными Пифийскими играми) Plut. -
3 Πυθιάς
1 Pythian festivalΠυθιάδος δ' ἐν δρόμῳ P. 1.32
κλεεννᾶς ὅτι εὖχος ἤδη παρὰ Πυθιάδος ἵπποις ἑλὼν P. 5.21
ἐν Πυθιάδι P. 8.84
-
4 Πυθιάς
Πῡθιάς, Πυθιάςto Apollo: fem nom sg -
5 πυθιάς
πῡθιάς, Πυθιάςto Apollo: fem nom sg -
6 Πυθίας
Πυθίᾱς, Πύθιοςhis temple: fem acc plΠυθίᾱς, Πύθιοςhis temple: fem gen sg (attic doric aeolic)Πῡθίᾱς, ΠυθίαPythia: fem acc plΠῡθίᾱς, ΠυθίαPythia: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 Pythias [2]
2. Pȳthias, adis, f. (Πυθιάς), Name einer Sklavin in der röm. Komödie, Turpil. com. 188. Ter. eun. 500 u.a. Hor. de art. poët. 238.
-
8 Πυθιάδα
Πῡθιάδα, Πυθιάςto Apollo: fem acc sg -
9 Πυθιάδας
Πῡθιάδας, Πυθιάςto Apollo: fem acc pl -
10 Πυθιάδες
Πῡθιάδες, Πυθιάςto Apollo: fem nom /voc pl -
11 Πυθιάδι
Πῡθιάδι, Πυθιάςto Apollo: fem dat sg -
12 Πυθιάδος
Πῡθιάδος, Πυθιάςto Apollo: fem gen sg -
13 Πυθιάδων
Πῡθιάδων, Πυθιάςto Apollo: fem gen pl -
14 Πυθιάσιν
Πῡθιάσιν, Πυθιάςto Apollo: fem dat pl -
15 πυθιάδα
πῡθιάδα, Πυθιάςto Apollo: fem acc sg -
16 πυθιάδας
πῡθιάδας, Πυθιάςto Apollo: fem acc pl -
17 πυθιάδες
πῡθιάδες, Πυθιάςto Apollo: fem nom /voc pl -
18 πυθιάδι
πῡθιάδι, Πυθιάςto Apollo: fem dat sg -
19 πυθιάδος
πῡθιάδος, Πυθιάςto Apollo: fem gen sg -
20 πυθιάδων
πῡθιάδων, Πυθιάςto Apollo: fem gen pl
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πυθιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφή ή θετή κόρη του Ερμεία, σύζυγος του Αριστοτέλη. 2. Κόρη του Αριστοτέλη και της Π. (1). 3. Δούλη της συζύγου του Νέρωνα Οκταβίας, που βασανίστηκε, χωρίς να υποκύψει, από τον ευνοούμενο του Νέρωνα Τιγελλίνο για… … Dictionary of Greek
Πυθιάς — Πῡθιάς , Πυθιάς to Apollo fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυθιάς — πῡθιάς , Πυθιάς to Apollo fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθίας — Πυθίᾱς , Πύθιος his temple fem acc pl Πυθίᾱς , Πύθιος his temple fem gen sg (attic doric aeolic) Πῡθίᾱς , Πυθία Pythia fem acc pl Πῡθίᾱς , Πυθία Pythia fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
Christos Negas — Χρήστος Νέγκας Born 1936 Zakynthos, … Wikipedia
Пифиада (жена Аристотеля) — У этого термина существуют и другие значения, см. Пифия. Пифиада (греч. Πυθιάς, Pūthias) приемная дочь Гермия Атарнейского, первая жена Аристотеля. Она, возможно, родилась в 381 году до н. э. и умерла в Афинах позже 326 года… … Википедия
Ίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την αττική παράδοση ήταν γιος του Ξούθου και της κόρης του Ερεχθέα, Κρέουσας, και πατρίδα του θεωρείτο η Αττική. Ο Ί. αποτελούσε, στο πλαίσιο της παράδοσης αυτής, έναν από τους σημαντικότερους ηγεμόνες και… … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Τέμπη — I Κοιλάδα της βορειοανατολικής Θεσσαλίας. Σχηματίζεται στο σημείο, όπου ο Πηνειός ποταμός διασχίζει την περιοχή μεταξύ των βουνών Όλυμπου και Όσσας. Έχει μήκος 7 8 χλμ. και σε ένα σημείο είναι στενή, με πλάτος που δεν ξεπερνά τα 40 μ. Τα Τ. έχουν … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek