-
1 πόλη
πόλη ηгород;ΦΡ.Πόλη η — КонстантинопольЭтим.< дргр. πόλις / πτόλας, первоначальное значение «крепость, замок» < инд. pel «башня, крепость» -
2 πολή
-
3 πολη
-
4 Πολη
-
5 πόλη
[-ις (-εως)] η город;§ η Αιωνία πόλη — Вечный город (о Риме);
η Αγία πόλη — Иерусалим;
η Πόλη Стамбул, Константинополь;ρωτώντας και στην Πόλη πας погов, язык до Киева доведёт; από την Πόλη ερχομαι και στην κορφή κανέλλα погов, в огороде бузина, а в Киеве дядька -
6 Πόλη
-
7 Πόλῃ
Βλ. λ. Πόλη -
8 πόλη
πόλιςcity: fem nom /voc /acc dual (epic doric ionic aeolic)πολέωgo about: pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)πολέωgo about: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)——————πόληι, πόλιςcity: fem dat sg (epic doric ionic) -
9 πόλῃ
Βλ. λ. πόλη -
10 Πόλη
η см. Κωνσταντινούπολη[ις] -
11 πόλη
[поли] ουσ θ город. -
12 πόλη
1) cité2) ville -
13 πόλη
1) gród (m) rzecz.2) miasto (n) rzecz. -
14 πόλη
1) čtvrť2) město3) obec -
15 πόλη
1) city2) townΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πόλη
-
16 ἀπ-εμ-πολή
ἀπ-εμ-πολή, ἡ, Verkauf, nach Suid. trügerischer.
-
17 ἐπι-πολή
ἐπι-πολή, ἡ, die Oberfläche, erst Sp., wie Strab. τὸ ἐν ἐπιπολῇ XII, 570; vgl. Lob. zu Phryn. p. 126 ff. – Sonst nur im gen. ἐπιπολῆς, adverbial, auf der Oberfläche, obenauf, Her. 2, 62; Xen. Oec. 19, 4 u. öfter; τὸ ἐπιπολῆς, Plat. Phil. 46 d; τῶν ἐπιπολῆς τε καὶ ἐντὸς κερασϑέντων 47 c; Folgde; – c. gen., oberhalb, Her. 1, 187; Thuc. 6, 96 (auch καϑύπερϑε ἐπ. ξύλων 4, 201); Ar. Plut. 1207. – Auch ἐξ ἐπιπολῆς, Arist. probl. 1, 43; Luc. Nigr. 35 u. a. Sp. – Deutlich, offenbar, ἰδεῖν Arist. H. A. 9, 38 rhet. 1, 25; διὰ μὲν ἀργίας καὶ τὰ παντελῶς ἐπιπολῆς δυςχείρωτά ἐστι Dem. 61, 37.
-
18 ἐμ-πολή
-
19 ἠρι-πόλη
ἠρι-πόλη, ἡ, die früh Wandelnde, Eos, dah. der Morgen, ἄχρι δωδεκάτης ἠριπόλης Paul. Sil. 24 (V, 254), vgl. 22 (V, 228).
-
20 Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα
Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο ( να βγάλω τα παπούτσια) μου να μη βραχεί ομπρέλα– Παρ' τονε στον γάμο σου να σου πει και του χρόνου• В огороде бузина, а в Киеве дядька• Ни к селу, ни к городуИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Από την Πόλη έρχομαι και στην κορυφή κανέλα, και βγάζω το καπέλο μου να μη βραχεί ομπρέλα
См. также в других словарях:
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek
πόλη — η 1. οικισμός μεγαλύτερος από την κωμόπολη. 2. ως κύρ. όν., Πόλη η Κωνσταντινούπολη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις … Dictionary of Greek
Πόλη — Πόλις city fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — πόλις city fem nom/voc/acc dual (epic doric ionic aeolic) πολέω go about pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πολέω go about imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόλῃ — Πόληι , Πόλις city fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλῃ — πόληι , πόλις city fem dat sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεξικού, Πόλη του- — (Ciudad de Mexico). Πόλη (8.591.309 κάτ. το 2000) του Μεξικού, πρωτεύουσα του Ομοσπονδιακού Διαμερίσματος (1.499 τ. χλμ., 8.605.239 κάτ.) και της χώρας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα μιας εκτεταμένης πεδινής ζώνης που ονομάζεται κοιλάδα του Μεξικού.… … Dictionary of Greek
Βατικανού, Πόλη του- — (Citta del Vaticano) Ιδιότυπο ανεξάρτητο κράτος, μέσα στην πόλη της Ρώμης (Ιταλία). Πολιτικά στοιχεία Περικλεισμένη μέσα στα Λεόντεια Τείχη της Ρώμης, η Π. του Β. κατέχει μόνο ένα τμήμα του αρχαίου Ager Vaticanus που απλωνόταν ανάμεσα στις… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα, πόλη — (Guatemala City). Πρωτεύουσα (1.090.310 κάτ. το 2002) του κράτους της Γουατεμάλας. Ιδρύθηκε το 1776, τρία χρόνια μετά την καταστροφή της παλιάς πρωτεύουσας Αντίγκουα από σεισμό. Το 1902, η νέα πρωτεύουσα ισοπεδώθηκε από έναν καινούργιο σεισμό και … Dictionary of Greek
Ακρωτηρίου, Πόλη — Βλ. λ. Κέιπ Τάουν … Dictionary of Greek