-
1 Ποδαργος
-
2 Πόδαργος
Πόδαργοςswift-footed: masc nom sg -
3 πόδαργος
πόδαργοςswift-footed: masc /fem nom sg -
4 Πόδαργος
Πόδαργος: name of a horse of Hector, and of one of Menelāus, Il. 8.185, Il. 23.295.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Πόδαργος
-
5 πόδαργος
πόδ-αργος, ον,A swift-footed, or acc. to others white-footed (cf. Aret. SD2.13; [full] ποδάργης· λευκόπους, Hsch.), Lyc.166: [full] Πόδαργος, ὁ, Swiftfoot or Whitefoot, a horse of Hector, also of Menelaus, Il.8.185, 23.295; fem. Ποδάργη, name of a Harpy, 16.150.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πόδαργος
-
6 πόδαργος
-
7 πόδαργον
πόδαργοςswift-footed: masc /fem acc sgπόδαργοςswift-footed: neut nom /voc /acc sg -
8 Ποδάργου
Πόδαργοςswift-footed: masc gen sg -
9 Ποδάργους
Πόδαργοςswift-footed: masc acc pl -
10 Πόδαργε
Πόδαργοςswift-footed: masc voc sg -
11 Πόδαργοι
Πόδαργοςswift-footed: masc nom /voc pl -
12 Πόδαργον
Πόδαργοςswift-footed: masc acc sg -
13 ποδάργου
πόδαργοςswift-footed: masc /fem /neut gen sg -
14 ποδάργους
πόδαργοςswift-footed: masc /fem acc pl -
15 πόδαργε
πόδαργοςswift-footed: masc /fem voc sg -
16 πόδαργοι
πόδαργοςswift-footed: masc /fem nom /voc pl -
17 Ποδάργω
-
18 Ποδάργῳ
-
19 ποδάργω
-
20 ποδάργῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Πόδαργος — swift footed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόδαργος — swift footed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόδαργος — (podargus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ποδαργιδών. Πρόκειται για μεγαλόσωμα πουλιά με σχετικά μεγάλο κεφάλι, δυνατό γαμψό ράμφος και άνοιγμα στόματος που φτάνει μέχρι κάτω και πίσω από τα μάτια. Ζουν στα δάση και κατασκευάζουν τις φωλιές… … Dictionary of Greek
πόδαργον — πόδαργος swift footed masc/fem acc sg πόδαργος swift footed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποδάργου — Πόδαργος swift footed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάργου — πόδαργος swift footed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποδάργους — Πόδαργος swift footed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάργους — πόδαργος swift footed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ποδάργῳ — Πόδαργος swift footed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάργῳ — πόδαργος swift footed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πόδαργε — Πόδαργος swift footed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)