-
1 Πυληγόροι
Πυληγόροςmasc nom /voc pl -
2 Πυλαγόρας
A delegate sent to the Amphictyonic Council at Pylae,ἥκειν.. φασι τοὺς Πυλαγόρας Ar.Fr. 322
:—also [full] Πυλᾱγόρος or [full] Πυλάγορος, Hdt.7.214, D.18.149 (v.l. -γόρας), Decr. Amphict.ib.154, Aeschin.3.113,114 (v.l. -γόρας), 122, al., Str.9.3.7 (both forms);Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πυλαγόρας
См. также в других словарях:
πυληγόρος — ὁ, Α βλ. πυλαγόρας … Dictionary of Greek
Πυληγόροι — Πυληγόρος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυλαγόρας — και πυλαγόρος και πυλάγορος και πυληγόρος, ὁ, Α 1. συν. στον πληθ. οἱ πυλαγόραι οι τρεις αντιπρόσωποι κάθε πόλης στο αμφικτιονικό συνέδριο οι οποίοι υπεράσπιζαν τα συμφέροντα τής πόλης από την οποία εξελέγησαν 2. (κατά τον Ησύχ.) «πυληγόροι… … Dictionary of Greek